Vita Nuova (Ανταίος Χρυσοστομίδης)
Ήταν χειμώνας
Και δεν ήσουν εκεί..
Μόνο χιόνι, μόνο χιόνι
Με παίδεψε όσο ένα καινούργιο τραγούδι αυτό το μικρό σημείωμα. Δεν κατάφερα να αποδεχθώ ούτε τον τρόπο ούτε και την τελική πράξη της φυγής σου. Ίσως γιατί ποτέ δεν πρόλαβα να σου πω όσα ήθελα. Δεν σε χόρτασα, φίλε μου. Πάντα όταν βρισκόμασταν φεύγανε οι ώρες γρήγορα, οι απολογισμοί μεγάλοι, μεσολαβούσαν τόσα νέα από την τελευταία φορά. Μέχρι τέλους είχα τη βεβαιότητα πως εσύ θα ζεις πάντα, θα νικούσες το κακό όπως στο μύθο ο συνονόματός σου, αλλά να που ο θάνατος μπορεί να μεταμφιέζεται εύκολα και σε Ηρακλή.
Γράφω κι ακούω το τραγούδι σου. Οι περισσότεροι φίλοι σου θα μιλήσουν για τον Ανταίο των βιβλίων κι έτσι πρέπει. Ανήκες στον κόσμο των βιβλίων. Εμείς οι δύο τρώγαμε τις ώρες συνήθως μιλώντας για τραγούδια. Σου άρεσε τόσο να μαθαίνεις νέα, να ενημερώνεσαι για τις νέες δισκογραφικές παραγωγές, για την Τάνια, τη Δήμητρα, τη Μαρία αλλά και τον Μάριο, την Ελένη. «Μην ξεχάσεις να μου φέρεις τους καινούργιους δίσκους της Άρκτου» μου έλεγες. Διατήρησες τη θέση του μέλους του Δ.Σ στην ΚΟΕΜ (την ορχήστρα που διηύθυνε ο φίλος σου ο Ξαρχάκος), έγραφες και υποστήριζες κάθε καινούργια ενδιαφέρουσα δισκογραφική εργασία στην Αυγή, παρακολουθούσες όσο μπορούσες τα μουσικά νέα, υποστήριζες με πάθος τους νέους δημιουργούς κι ερμηνευτές .
Όταν έγραψες το πρώτο σου τραγούδι, το Vita Nuova σε μουσική του Σ. Ξαρχάκου και ερμηνευτή τον Μάριο Φραγκούλη, σε πείραζα και σου έλεγα «Αντίκο, πας να μου φας τη δουλειά;». Και μετά γελώντας σχεδιάζαμε έναν δίσκο μισό στα ελληνικά, μισό στα ιταλικά που όπως άλλωστε και τα διηγήματα που λέγαμε να γράψουμε μαζί ποτέ δεν προχωρήσαμε. Δεν έγραψες άλλο τραγούδι αλλά αυτό που έγραψες είναι τόσο εσύ. Τόσο όμορφο! «Ένα τραγούδι έλεγες, μπορείς να το πάρεις παντού μαζί σου. Είναι ο πιο εύκολος δρόμος να φτάσεις μακριά, όπου και όπως θες χωρίς αποσκευές». Τα ταξίδια και τα τραγούδια ήταν από τις μεγάλες σου αγάπες.
Φαντάσου, λέει, τελικά να υπάρχει ζωή μετά από εδώ. Αν είναι έτσι, τότε το μαρτύριό σου μάλλον θα συνεχίζεται: σίγουρα θα μας κουβαλάς κι εκεί. Οι τσακωμοί, τα λάθη μας, οι περιττές μας λύπες, τα σχέδια που ο χρόνος αντιμάχεται, οι ανοησίες μας- μαζί σου σίγουρα πήρες τις έγνοιες μας να τις νοιάζεσαι από εκεί. Τι πονοκέφαλο, Θεέ μου, έβαλες πάλι στο ανύπαρκτο πια κεφάλι σου! Γιατί ήταν πάντα οι άλλοι ο καθρέφτης σου. Κι εκεί στο τόσο άγνωστο μετά, αν είναι όπως τα λένε, καθένας κουβαλάει το είναι του. Κι εσύ αγαπούσες πολύ τον Κόσμο.
Αν δεν υπάρχει πάλι τίποτα μακριά από εδώ, τότε η φυγή σου τα κατάφερε: έγινες ο καθρέφτης μας. Κοίτα σε πόσους άφησες δυνατά ίχνη κι αποτυπώματα. Πως ακουμπούν το πρόσωπό τους πάνω σου. Αν το ήξερες, μπορεί και όλα να τα μέτραγες αλλιώς. Μπορεί και να σε εμπιστευόσουν περισσότερο.
Αν ξέρεις, πες μας λοιπόν από εκεί, πόσο ακόμα θα κρατήσει ο κόσμος μας; Θ’ αντέξει όσο και οι σελίδες που με τα μαγικά σου έκανες να τυπωθούν; Θα ξεθωριάσει πριν;
Αντίκο, μου λείπεις…
Cantus firmus – 28/3/2016