Το παιχνίδι των λέξεων: Η επόμενη ημέρα
Σαν το μελάνι η φήμη τρύπωνε παντού: στους δρόμους, στα σπίτια, στις ταβέρνες, στα θέατρα- όπου μπορούσε να συναντήσει το νου των ανθρώπων και να τον μολύνει.
Δεν χρειάστηκε χρόνος πολύς. Μέχρι ν’ αδειάσει το φεγγάρι, η πόλη ήταν αιχμάλωτη της σύγχυσης, του πανικού και του φόβου. Βοήθησαν κι οι Συντεχνίες. Αυτό είναι αλήθεια. Γιατί η μια έριχνε την ευθύνη στην άλλη κι ο διχασμός έκανε τους ανθρώπους χειρότερους. Καλό η διχόνοια προσφέρει μόνο στο κακό.
Όταν μάθαμε πως ο Κόσμος μας θα τελείωνε μέχρι να γεμίσει το επόμενο φεγγάρι, όλοι ρωτούσαν πώς και γιατί. Τότε η Συντεχνία των Ασωμάτων πρώτη, θέλησε να επωφεληθεί από την αναταραχή που επικράτησε και κατηγόρησε την Συντεχνία των Ακεφάλων πως έφταιγαν τα εγκλήματά της για την επερχόμενη απόλυτη καταστροφή. Με τη σειρά της, η Συντεχνία των Ακεφάλων απάντησε στις συκοφαντίες των αντιπάλων της με φιλιππικούς και κατάρες, καταγγέλλοντας πως όλη αυτή η φήμη για το επικείμενο τέλος του κόσμου μας, δεν είναι παρά μια ακόμη καλοστημένη συνομωσία της κυρίαρχης τάξης και των εκπροσώπων της, δηλαδή των Ασωμάτων. Κανείς δεν υπήρξε προνοητικός ώστε να σταματήσει εγκαίρως τις αλληλοκατηγορίες. Όλοι τους ξέχασαν πως είναι εύκολο να διχάσεις τους ανθρώπους αλλά πολύ δύσκολο να τους ενώσεις πάλι, για να αντισταθούν σε έναν υπέρτερο κίνδυνο. Και δεν έφτανε αυτό. Κανείς τους δεν σκέφθηκε πως αλληλοκατηγορώντας η μία παράταξη την άλλη, αποδέχονταν και οι δύο, αφού χρησιμοποιούσαν τη φήμη για τα μικροσυντεχνιακά τους οφέλη, την καταστροφική της δυναμική.
Κι έτσι αποδείχθηκε η φήμη ισχυρότερη από τα λόγια και τους φανατισμούς. Κι οι άνθρωποι που ήρθαν αντιμέτωποι με το Κακό, δεν είχαν τίποτα να αντιπαρατάξουν απέναντί του.
Όσοι κρυφθήκαμε στην Βιβλιοθήκη της Πόλης για να σωθούμε ή βρήκαμε καταφύγιο στα υπόγειά της, ανάμεσα σε χειρόγραφα πεταμένα και ποντικοφαγωμένα, σε σελίδες σκισμένες και σαρακοφαγωμένες, πεινασμένοι και απελπισμένοι, γίναμε μάρτυρες του ανείπωτου. Ακόμη εδώ βρίσκομαι και σου γράφω.
Γιατί όταν οι άνθρωποι, οι άνθρωποί μας, βρέθηκαν αβοήθητοι απέναντι στο Κακό, κατάλαβαν πως η ελπίδα τους είχε ηλικία, γερασμένη ήδη και χωρίς μεγάλες αντοχές. Κι εκεί οι Ακέφαλοι που πίστευαν στο μετά και στην αθανασία της Ψυχής φάνηκαν στεγνωμένοι και λίγοι, όπως και οι Ασώματοι, που είχαν ευαγγέλιό τους την πραγματικότητα και το τώρα, επίσης στάθηκαν ανίκανοι να διαχειριστούν μια άυλη αλλά πανίσχυρη και δαιμονική δύναμη. Τι έμενε; Μόνο το σώζων εαυτόν σωθήτω .
Όταν η ζωή τελειώνει σε χρόνο προσδιορισμένο για έναν άρρωστο, κι εκείνος το ξέρει, θα θελήσει να ζήσει ό,τι δεν έζησε ως τότε. Γι’ αυτό και οι άνθρωποί μας έγιναν απερίγραπτοι κι οι πράξεις τους ακατονόμαστες.
Ψωμί σ’ όλη τη διαδρομή του φεγγαριού ούτε ζυμώθηκε ούτε έβγαλε φούρνος από τα σπλάχνα του. Η γη λεηλατήθηκε στυγνά το ίδιο και τα σπίτια που είχαν βιός. Καμιά δημόσια υπηρεσία δεν έμεινε ανέγγιχτη. Τα σχολεία έκλεισαν και τα παιδιά έζησαν το πανηγύρι του δαίμονα λες και ήταν γιορτή. Ο εχθρός βρήκε ευκαιρία να δικάσει μόνος του τον εχθρό του, οι άντρες να ατιμάσουν τις γυναίκες που επιθυμούσαν κρυφά, οι γυναίκες να εκδικηθούν τους άντρες που μίσησαν, η λαγνεία να κυκλοφορεί γυμνή στους δρόμους και στις γειτονιές. Ένας ατέρμων κοχλίας αντλούσε από το Κακό κι από το φόβο και έλουζε τις ψυχές του διπλανού σου με καταστροφική απόγνωση. Οι Οίκοι των Συντεχνιών καταστράφηκαν νωρίς και οι ηγέτες τους διαπομπεύθηκαν και δολοφονήθηκαν, αφού θεωρήθηκαν συνυπεύθυνοι από τον όχλο για το τέλος που ερχόταν. Πλησιάζοντας οι μέρες, οι πλατείες και τα σοκάκια γέμισαν πτώματα που παρέμεναν άταφα, δυσωδούσαν κι αρρώσταιναν το μυαλό. Οι φωνές των γυναικών που αντιστέκονταν στην παράνοια της αντρικής ορμής σκέπαζαν τις φωνές των παιδιών που βιάζονταν, των ληστεμένων οικογενειών και των αναίτιων φόνων. Η κόλαση ήταν εδώ. Θα θυμάμαι μέχρι να κλείσω τα μάτια μου, πως ο άνθρωπος είναι το πιο αδύναμο, απροστάτευτο, φοβισμένο και γι’ αυτό επικίνδυνο ον πάνω στη γη.
Πλησιάζοντας η γέμιση του φεγγαριού, ένας σεισμός που οι αστρολόγοι είχαν προβλέψει μήνες τώρα, έφερε την κατάρρευση κάθε πιθανής άμυνας. Θεωρήθηκε ένας ακόμη οιωνός, μια περίτρανη απόδειξη του επικείμενου τέλους. Τα σπίτια που κατέρρευσαν έγιναν φωλιές αγριότητας και παγίδες θανάτου. Καραδοκούσαν κρυμμένοι εκεί, μεταμορφωμένοι κανίβαλοι οι πρώην φιλήσυχοι γείτονες μας. Δεν θέλω να σου αναφέρω ονόματα, είναι κρίμα, νεκροί πια να τους θυμάσαι έτσι.
Ο μισός πληθυσμός της πόλης, αφανίστηκε από χέρια οικεία. Τίποτα, κανένα αίσθημα, καμιά ιδέα, κανένα άλλοθι δεν στάθηκε όρθιο και ικανό να σταματήσει αυτή την αδυσώπητη λαίλαπα. Ίσως η ψυχή μας να είχε παραδοθεί χρόνια πριν στον αόρατο εχθρό, τα τείχη του εαυτού μας να είχαν ισοπεδωθεί πριν φτάσει ο στρατός του.
Την νύχτα που το φεγγάρι ολόγιομο εμφανίστηκε στον ορίζοντα, ο όχλος των κουρελήδων πια κατοίκων της πρώην ένδοξης πόλης μας, συγκεντρώθηκε στην κεντρική πλατεία να το καλωσορίσει σαν τους οπαδούς του Θανάτου. Εκεί στήθηκε ένα μεγάλο και οργιώδες γλέντι που στόχο του είχε πια, να προλάβουν οι ίδιοι οι άνθρωποι να καταστρέψουν την Πόλη και τους εαυτούς τους, πριν το κάνει κάποιος άλλος.
Δάκρια στα μάτια μου τρέχουν ποτάμι. Αυτό που είδαν, από το μικρό παράθυρο της Ιερής Κρύπτης της Βιβλιοθήκης, μαζί με τους συντρόφους μας δεν μπορώ να το μοιραστώ με ψυχή ζωντανή. Καθώς προχωρούσε η ώρα, η παράκρουση έφτανε στην κορύφωσή της και ο Θάνατος χόρευε πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων. Μπορούσες να τον μυρίσεις, να τον δεις, να τον ψαύσεις.
Κορμιά γυμνά, κορμιά νεκρά, μέλη αποδεκατισμένα, η μανία του μηδενός και η έκσταση του τίποτα εξουθένωνε και παρέλυε τις ορμές. Κουρασμένοι και ανίκανοι να στηρίξουν τον εαυτό τους έπεσαν σε λήθαργο βαθύ όσοι σώθηκαν, εκεί ανάμεσα στους νεκρούς που πριν ήταν συγγενείς, φίλοι, γείτονες.
Αλλά ξημέρωνε. Ξημέρωνε κι ο Κόσμος ήταν στην θέση του. Όχι όμως κι ο δικός μας.
Η φήμη δικαιώθηκε: το τέλος του Κόσμου, ήταν το τέλος του Κόσμου μας.
Οι λίμνες, τα ποτάμια, τα βουνά, ο ουρανός, ήταν όλα στη θέση τους. Τα πουλιά φοβισμένα από την τρέλα μας, έφυγαν μα η ηχώ της παρουσίας τους έφτανε ως εμάς. Ο δικός μας Κόσμος είχε βυθιστεί οριστικά στο σκοτάδι.
Είθε γιέ μου, το σκοτάδι που φέρουμε μέσα μας, εμείς οι άνθρωποι, όσοι απομείναμε, να βρει γαλήνη και προορισμό σ’ αυτό το φως που μόλις ανατέλλει.
Αμήν.
15/5/2023