Η Τρίτη έξοδος… προς το φως
Αρκετές ήταν οι φορές που φοβήθηκα πως αυτός δίσκος δεν θα έφτανε ποτέ στην ολοκλήρωσή του. Όλο και κάποιο εμπόδιο προσχηματικά βρισκόταν μπροστά μας και μετέφερε την έκδοση ένα χρόνο, ένα μήνα, ένα ακόμα βήμα παραπέρα… Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως αυτή η καθυστέρηση πέρα από την εύλογη αδυναμία αποχωρισμού όλων μας από το έργο που είχε αποκτήσει τη δική του ζωή πια, ήταν και μια άρνηση ενηλικίωσης της σχέσης μας μαζί του. Ερμηνείες. Όταν οι άνθρωποι προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τα πράγματα και τις πραγματικότητές μας, οι θεοί γελούν. Σχεδόν τέσσερα χρόνια κράτησε αυτή η γέννα. Το ταξίδι έως την Τρίτη έξοδο, έφτασε στον προορισμό του αργά αλλά στην ώρα του. Και σήμερα, παραδίδουμε στην ελληνική δισκογραφία ένα διαμάντι. Και είμαστε πολύ περήφανοι γι αυτό.
Πριν πέντε χρόνια, σ’ ένα κείμενό μου με τίτλο «Το ατραγούδιστο παρόν μας», είχα καταγράψει τη θλιβερή διαπίστωση πως παρότι ζούμε ως κοινωνία, στιγμές τεράστιων ιστορικών μεταβολών, αποφεύγουμε να τις τραγουδάμε. Δηλαδή φοβόμαστε (ή ντρεπόμαστε άραγε;) να μιλήσουμε για τις ζωές μας, για τις ήττες μας, για τα λάθη μας, για τις αγωνίες και τα όνειρα μας. Έτσι όπως φτωχαίνουν οι ζωές μας, όπως χάνουν το χρώμα και την ταυτότητά τους, όπως αποδεχόμαστε να τις ορίσουν άλλοι. «Πιο ένοχη σιωπή δεν έχει ζήσει η τέχνη του τραγουδιού στον τόπο μας…», έγραφα. Στο διάστημα που μεσολάβησε υπήρξαν φωνές και δουλειές που και μίλησαν και όρθωσαν το ανάστημά τους, κι αν ο κόσμος δεν θέλησε να τις ακούσει και να τις δει, πρόβλημά του. Το έθιμό μας να ξεχνάμε να ακούμε τους προφήτες μας, παραμένει εθνικό μας χαρακτηριστικό. Αρκεί που κάποιοι δημιουργοί και ερμηνευτές επέμειναν και πήραν στα χέρια τους τη σκυτάλη.
Η Τρίτη έξοδος των Γιάννη Βασιλόπουλου, Σπύρου Παρασκευάκου, Δήμητρας Σελεμίδου έχει τη δική της φωνή κι είναι αξιοπρόσεκτη ακριβώς γιατί χωρά τόση ζωή μέσα στα τραγούδια της, που τα κάνει «επικίνδυνα» και γι αυτούς που τα γράφουν, και γι αυτούς που τ’ ακούν και κυρίως γι αυτούς που θα τα κουβαλήσουν στο μέλλον μαζί τους, ως δικές τους αισθητικές και συναισθηματικές αφηγήσεις. Γιατί κουραστήκαμε πια, με τα ακίνδυνα τραγούδια που θέλουν να διασκεδάσουν τους φόβους και τους εφιάλτες μας, και τα οποία το μόνο που καταφέρνουν είναι να τους μονιμοποιούν εξωραΐζοντάς τους στην καθημερινότητά μας.
Κι εκεί είναι που κάνουν τη διαφορά οι τρεις οδοιπόροι προς την Τρίτη έξοδο:
Ο Γιάννης Βασιλόπουλος με το στίχο του καταρχάς. Γιατί ο στίχος του Γιάννη Βασιλόπουλου, του δεκαοχτάχρονου μπλόκερ και συγγραφέα, είναι τολμηρός όντας την ίδια στιγμή ποιητικός και λυρικός. Ο Βασιλόπουλος φέρνει κάτι καινούργιο στο ελληνικό τραγούδι αναδεικνύοντας θεματικές και θέματα που φοβήθηκε να τα αγγίξει με τον τρόπο αυτό έως σήμερα ο ελληνικός στίχος. Ο λόγος του είναι απολύτως προσωπικός και βιωματικός και η ματιά του στον Κόσμο και την πραγματικότητα έχει το χάρισμα να απογυμνώνει, να ανατρέπει χωρίς τα παλιά κλισέ και τις καταγγελτικές ευκολίες, ανασυνθέτοντας έναν δικό του Κόσμο, διαφορετικό, γοητευτικό και συμπαγή. Έγραψε αυτά τα τραγούδια από τα δεκαπέντε ως τα δεκαοκτώ του. Κι είχε το θάρρος να εκτεθεί και να κάνει τη ζωή του τραγούδι και το τραγούδι ζωή του. Γι αυτό και ελπίζουμε στο μέλλον να καταθέσει κατ’ αναλογία των χρόνων του το ίδιο και ακόμη πιο σπουδαία ύλη. Δεν έχω κανέναν λόγο να κρύψω τον θαυμασμό, την αγάπη και την πίστη μου στο νέο μου ομότεχνο, όπως δεν δίστασα να το κάνω όταν εμφανίστηκε ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος, που ήταν κι αυτός μια ξεχωριστή και σπουδαία φωνή.
Ο Σπύρος Παρασκευάκος είναι ένας συνθέτης (αλλά και στιχουργός o ίδιος) που πάλεψε πολύ για να φτάσει ως εδώ. Όχι μόνο με τα προσωπικά του φαντάσματα όπως όλοι μας, αλλά κυρίως με την τέχνη του. Για τον Σπύρο -όπως και για τον Γιάννη και τη Δήμητρα- η τέχνη και η ζωή του είναι ένα, ενιαίο και αδιάσπαστο σύμπαν. Πλησίασε τα κείμενα του Γιάννη, χωρίς ανταγωνισμό και φαίνεται αυτό στο τελικό αποτέλεσμα. Μοιάζει σαν να τα έχει γράψει ένας άνθρωπος και, πιστέψτε με, δεν υπάρχει πιο μεγάλη γενναιοδωρία για έναν συνθέτη, από το να μην επιδιώκει να «καπελώσει» τον στίχο, αλλά να υποτάσσεται στις ανάγκες του λόγου, να τον υπηρετεί αναδεικνύοντας τα χρώματα, τα νοήματα και το περιεχόμενο του. Απαιτεί μεγάλη ωριμότητα αλλά και περίσσευμα ταλέντου αυτή η στάση και στο παρελθόν έχουν καταδικαστεί σπουδαία κείμενα από το «λίγο» συνθετών που ήθελαν να δείχνουν μεγαλύτεροι από αυτό που ήταν και δεν δίστασαν να θυσιάσουν στο βωμό του ναρκισσισμού τους στίχους εξαιρετικούς. Ο Σπύρος είναι ένας μάστορας της μελωδίας. Είχαμε χρόνια να καλωσορίσουμε, έναν τέτοιο συνθέτη. Ήδη είναι αναγνωρίσιμη η υπογραφή του και το μέλλον θα την κάνει ακόμα πιο έντονη και σαφή. Έχω μεγάλη χαρά και ενθουσιασμό που ανήκει επιτέλους στην οικογένειά μας.
Άφησα τελευταία τη Δήμητρα Σελεμίδου, γιατί στη Μικρή Άρκτο μ’ αυτή τη σειρά ιεραρχούμε τους ρόλους στο τραγούδι: πρώτα ο στίχος, μετά η μουσική και ακόλουθα η ερμηνεία. Τη Δήμητρα που όταν την είχε ακούσει η Ελένη Καραΐνδρου στα 17 της, την είχε αμέσως εντοπίσει και μας είχε ζητήσει να την προσέξουμε ιδιαίτερα. Και το κάναμε. Και ήταν αυτονόητο γιατί η Δήμητρα διαθέτει όχι μόνο το χάρισμα μιας σπουδαίας φωνής αλλά τον πολιτισμό και την καλλιέργεια μιας σπουδαίας ψυχής. Γι αυτό και μπορεί να ερμηνεύει με τον τρόπο αυτό στα είκοσι της χρόνια, λες και κουβαλά την πείρα και τη γνώση μιας ήδη άρτια εκπαιδευμένης ερμηνεύτριας. Ο τρόπος που αρθρώνει τον λόγο, τα χρώματά της όπως φωτίζουν τους στίχους, το αίσθημα που καταθέτει, η αισθαντικότητά της, δημιουργούν την πίστη μας πως θα αφήσει ισχυρά ίχνη στο πέρασμα της. Η Σελεμίδου μοιάζει σαν «έτοιμη από καιρό». Και είναι.
Τελικά αν καταφέραμε κάτι ελάχιστο στην Μικρή Άρκτο όλα αυτά τα χρόνια που εργαστήκαμε και επιμείναμε στο δρόμο μας, πολλές φορές με χαρακτηριστικό πείσμα και απολυτότητα, χωρίς να υπολογίζουμε τις ενδιάμεσες ήττες μας, τα τεράστια κόστη και κυρίως τις ψυχικές επενδύσεις, είναι το γεγονός πως συμβάλλαμε στο να υπάρξει συνέχεια στο ελληνικό τραγούδι μέσω της παρουσίας μας, στηρίζοντας νέους δημιουργούς και ερμηνευτές που άξιζαν τον κόπο και το απέδειξαν.
Και να που τώρα, μετά τους θαυμαστούς Μιχάλη και Παντελή Καλογεράκη και το δίσκο τους Προσωπικό, τρία ακόμα παιδιά της 4ης Ακρόασης εκδίδονται από τη Μικρή Άρκτο. Κι ακολουθούν σε λίγο καιρό τρεις ακόμη νέοι ερμηνευτές, ο Θανάσης Βούτσας, η Πολυξένη Καράκογλου και ο Δημήτρης Βουτσάς που θα μιλήσουμε στην ώρα τους για το τι καινούργιο φέρει ο καθένας στο ελληνικό τραγούδι.
Είναι υπόθεση δική μας αλλά και όλων μας να μείνουν οι νέοι στο τραγούδι. Να μην γεράσει η τέχνη του. Εμείς θα κάνουμε τα πάντα, όπως πράττουμε εδώ και χρόνια. Να ξέρετε πάντως πως αν δεν στηρίξουμε τους νέους, εμείς, ως κοινωνία θα χάσουμε. Δέκα χρόνια μετά είναι σαφές πως θα χάναμε, αν δεν υπήρχε η Νατάσσα Μποφίλιου. Αν δεν υπήρχε ο Θέμης Καραμουρατίδης. Αν δεν έγραφε ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος. Αν δεν τραγουδούσε ο Ζαχαρίας Καρούνης. Αν δεν συνέθετε ο Δημήτρης Μαραμής. Αν δεν δισκογραφούσε ο Ηλίας Βαμβακούσης. Αν δεν είχαμε τα τραγούδια του Αλέξανδρου Εμμανουηλίδη. Τη φωνή της Ελεωνόρας Ζουγανέλη… Ή κάνω λάθος;
ΥΓ: Αυτό το κείμενο έχει την ένταση και τη συγκίνηση που οφείλει, τόσο λόγω της ημέρας (ημέρα έκδοσης του δίσκου Τρίτη Έξοδος) όσο και εξ αιτίας της σχέσης μου με όλα τα πρόσωπα που αναφέρονται σ’ αυτό. Το μέλλον θα δείξει αν ο ανεμοδείκτης δείχνει σωστά…
Παρασκευάς Καρασούλος
Δευτέρα 12 Ιουνίου 2017