Το παιχνίδι των λέξεων: Σώμα (το)
Θα μπορούσε να του είχε συμβεί σ’ ένα λεωφορείο εν κινήσει, γεμάτο ορθίους ενώ γύριζε σπίτι απ’ τη δουλειά ή σ’ ένα πολυκατάστημα ημέρες Χριστουγέννων.
Θα μπορούσε να του τύχει στο μετρό σε ώρα αιχμής ή σε μια διαδήλωση τον καιρό της μεγάλης κρίσης. Θα μπορούσε ακόμη να το ζούσε τη στιγμή που περνούσε το απέναντι πεζοδρόμιο για να αγοράσει τσιγάρα· τόσα και τόσα παράλογα χωράνε σε μια λάθος στιγμή.
Βρισκόταν όμως στη μέση μιας ακατανόητης μάχης, οι σφαίρες ξύριζαν τα γένια του χρόνου του κι ο πόλεμος απαιτούσε το συμφωνημένο αίμα, όταν, όταν ο στρατιώτης John Smith πέταξε έξω από το σώμα του για λίγα μόλις δευτερόλεπτα κι είδε το σφιγμένο του πρόσωπο ξένο με τα ίδια, τα δικά του μάτια. Έβλεπε τον εαυτό του, τον στρατιώτη John Smith με παγερή αδιαφορία· το φόβο του θανάτου να τον ακουμπά στο πρόσωπο σα σφαίρα που λάθεψε, τους συντρόφους του νικημένους από το μάταιο να προσεύχονται σιωπηλά και τους εχθρούς απέναντι, ακατανίκητα οικείους να καταβροχθίζουν την ίδια σιωπή σε άνισες φέτες.
Ήταν στη μέση μιας ήδη χαμένης μάχης· κι αυτό τελικά τον απέτρεψε απ’ το να καταλάβει πως ήταν ώρα να ξαναγυρίσει στη φθαρτή πατρίδα του.
Ίσως γιατί δεν είχε κάπου να πιαστεί, ένα σημάδι ή έναν λόγο επιστροφής. Έμεινε έτσι ακίνητος ο στρατιώτης John Smith, ένα φάντασμα ν’ αναρωτιέται αιωρούμενο, για το ζωτικό χώρο της στιγμής στους αιώνες των αιώνων.