«Το έξω δεν έχει μέσα»
Η μητέρα μου πίστευε πως το φαγητό μπορεί να γιατρέψει τα πάντα. Κάθε πόνο, απώλεια, έλλειμμα, μικρή ή μεγάλη καταστροφή… Την έβλεπα να ασχολείται με το μαγείρεμα από το πρωί, να καταγράφει τις συνταγές της τα βράδια, μόνη στη κουζίνα που ήταν το κάστρο της κι αναρωτιόμουν πόσο βαρετό μπορεί να είναι να αφιερώνεις μια ζωή στο τι θα φάνε οι δικοί σου άνθρωποι αύριο, να σπαταλάς τις ώρες σου, το μυαλό σου σε συνταγές και δοσολογίες, στη λάντσα, στα πιάτα, στις μυρωδιές, στις προμήθειες…
«Έλεος, άστο ρε μαμά» της έλεγα, «θα φάω κάτι έξω». «Το έξω δεν έχει μέσα» μου απαντούσε και εγώ δεν καταλάβαινα τότε τι σήμαινε αυτό το «μέσα», όπως και το τι μπορούσε να συμβαίνει στο εργαστήριο αισθημάτων της, όπου μεγαλουργούσε η τέχνη της, μια τέχνη που σημειωτέον κράτησε το σπίτι της και την οικογένεια της σταθερή για μισό αιώνα. Ακούγοντας από άσχετα χείλη την φράση «για να πετύχει το γλυκό βέβαια, πρέπει να γίνει με αγάπη και νάναι ταγμένο σε αγαπημένο πρόσωπο», κατάλαβα εκ των υστέρων τι σήμαιναν τα λόγια της μητέρας μου. Ξεκλείδωσε με μιας το μυστικό της, πως το να μαγειρεύει δηλαδή κάποιος για τους ανθρώπους που αγαπά μπορεί και να είναι και μια πράξη εγκάρδιας προσφοράς και πως η μαμά όταν θεωρούσε το φαγητό φάρμακο για κάθε νόσο εννοούσε προφανώς τις θεραπευτικές ιδιότητες της αγάπης της όπως τη σέρβιρε σ’ ένα πιάτο που εκτός από φαγητό έκρυβε κυρίως την έγνοια και την αφιέρωσή της στους αγαπημένους της. Τη δική της αγάπη, που δεν την τσιγκουνευόταν ποτέ ούτε στο φαγητό ούτε αλλού, αλλά το φαγητό, ήταν το δώρο της στους άλλους, που πάντα το αντιμετώπιζε με σοβαρότητα επιστρατεύοντας όλη τη δεξιοτεχνία της.
Αυτό ήταν το «μέσα» που πίστευε πως δεν μπορούσε να διαθέτει το «έξω», αυτή η καταναλωτική μανία που ξεκίνησε στη δεκαετία του ’80 όλοι να τρέχουμε στα ταχυφαγεία και να αγοράζουμε φαγητά που φτιάχτηκαν χωρίς αγάπη και δεν περιείχαν καμία δωρεά, όρθιοι και αγχωμένοι. Οι καιροί που ζούμε, καιροί κρίσης και ανέχειας, διάλυσης του κοινωνικού ιστού και αποδόμησης των ανθρώπινων σχέσεων έχουν επαναφέρει και από ανάγκη, την συνάντηση και πάλι γύρω από την εστία. Πολλοί άνθρωποι πια αντί να βγουν έξω, συναντιούνται στα σπίτια ο ένας του άλλου μαγειρεύουν και επανανακαλύπτουν το «μαζί». Δεν ξέρω αν επιστρέφει η «κουζίνα» με την λογική που την ενέπνεε και την σηματοδοτούσε η παιδεία, η παράδοση και κυρίως οι συναισθηματικές επενδύσεις της γενιάς της μητέρας μου. Φαντάζομαι πως είναι αδύνατο να επιστρέψει. Δεν ξέρω επίσης αν μπορείς να αλλάξεις στην εποχή μας έναν άνθρωπο από την κουζίνα, όπως στο εξαιρετικό Babette’s feast (Δείπνο της Μπαμπέτ) ή ένα ολόκληρο χωριό όπως στο τρυφερό Chocolat (Σοκολά).
Σίγουρα όμως όσοι ξεκινούν τώρα να μοιράζονται τη συλλογική ομοτράπεζη εμπειρία διαπιστώνουν πως ένα αξιομνημόνευτο δείπνο, πέρα από έμπνευση και επιτηδειότητα προϋποθέτει και κάτι ακόμα: την αγάπη του δημιουργού του προς τους συνδαιτυμόνες του. Γιατί πρέπει να αγαπάς τον άλλον για να αφιερώσεις χρόνο και έγνοια προκειμένου να τον ευχαριστήσεις έστω και λίγα λεπτά, όπως ακριβώς συμβαίνει και όταν περνάς με το φίλο ή τη φίλη σου ώρες συναναστροφής χωρίς πρόβλεψη ανταποδοτικότητας – αρκεί να τον ξεκουράσεις ή να τον ακούσεις απλώς. Εκεί γύρω από το τραπέζι ενεργοποιούνται άλλωστε όλες οι αισθήσεις, όλες οι δυναμικές των συναισθημάτων και μαζί όλοι δημιουργούμε μια τέχνη εφήμερη αλλά δυνατή: την τέχνη της εσωτερικής μνήμης, της μέσα πατρίδας μας.