Όλες αυτές τις μέρες παρακολουθώντας τις εργασίες αυτού του τόσο ενδιαφέροντος Συνεδρίου, είχα μ’ έναν τρόπο ησυχάσει. Η θλίψη μ’ άλλα λόγια, ήταν ελεγχόμενη, αφού σχεδόν σε όλες τις εισηγήσεις πρωταγωνιστής ήταν το μακρινό παρελθόν, φωτισμένο από την έρευνα και το στοχασμό των δεκάδων εισηγητών, ένα παρελθόν που είχαμε επιτέλους την ανάγκη να προσδιορίσουμε, να περιγράψουμε και να αναγνωρίσουμε, προκειμένου να καταλάβουμε τι ακριβώς παίχτηκε και χάθηκε στη Σμύρνη και στην ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας, δυο γενιές πριν από εμάς, ως πολιτισμός, κοινωνική και οικονομική ζωή, καλλιτεχνική δημιουργία. Στον ιστορικό χρόνο, ενενήντα χρόνια, δεν είναι δα και τόσο μεγάλο διάστημα, ειδικά αν τοποθετηθούν στο πλαίσιο της μακραίωνης ελληνικής ιστορίας.
Η καταληκτική συνεδρίαση όμως, το στρογγυλό τραπέζι που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, με θέμα Η προσφυγική μνήμη ως εμπειρία στο Λόγο και την Τέχνη, στην πραγματικότητα οφείλει να τοποθετήσει τη σχέση του παρελθόντος με το παρόν και μάλιστα ως καλλιτεχνική εμπειρία και βίωμα – άρα πονάει περισσότερο.
Ίσως σας φανεί παράξενο, που οι καλεσμένοι είμαστε και οι τρεις, καλλιτέχνες από το χώρο του τραγουδιού. Θα περίμενε ίσως κανείς μια πιο αντιπροσωπευτική εκπροσώπηση των τεχνών, οι αντικειμενικές δυσκολίες απ’ τη μια, κυρίως όμως, η επιθυμία μας οι εισηγήσεις να μιλούν την ίδια γλώσσα προσεγγίζοντας ένα θέμα υψηλής θερμοκρασίας, αφού αφορά πρώτα απ’ όλα προσωπικές ιστορίες και καταθέσεις, μας έκανε να επιμείνουμε στην σημερινή σύνθεση.
Είναι γνωστό πως η λίστα των καλλιτεχνών που γεννήθηκαν στην Μικρά Ασία και έζησαν την καταστροφή είναι μεγάλη. Ενδεικτικά αναφέρω κάποιους από αυτούς, χωρίς να διεκδικώ πλήρη καταλογράφηση: Στη ζωγραφική ο Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης (Σμύρνη, 1881 – Αθήνα, 1955), ο Φώτης Κόντογλου (1895-1965), ο Περικλής Βυζάντιος (1893-1972), στην πεζογραφία: ο Ηλίας Βενέζης (1904 Αϊβαλί ‐ 1973 Αθήνα), η Διδώ Σωτηρίου (Αϊδίνιο 1909 – Αθήνα 23 Σεπτεμβρίου 2004) , ο Κοσμάς Πολίτης (1888-1974), η Μαρία Ιορδανίδου (1897-1989), ο Στρατής Δούκας (1895-1983), στην ποίηση ο Γιώργος Σεφέρης (φιλολογικό όνομα του Γεωργίου Σεφεριάδη) γεννήθηκε το 1900 -1971), στην μουσική: ο Μανώλης Καλομοίρης (14 Δεκεμβρίου 1883 – 3 Απριλίου 1962), ο Κώστας Γιαννίδης, ο Μιχάλης Σουγιούλ , ο Παναγιώτης Τούντας (1886-1942) και πολλοί άλλοι.
Όπως προανέφερα, ο κατάλογος είναι μακρύς και δεν διεκδικώ την παρουσίαση μια πλήρους καταγραφής. Οι καλλιτέχνες αυτοί έζησαν στην Μικρά Ασία, επέζησαν της καταστροφής και άρα στην Τέχνη τους, σφραγίστηκαν από το γεγονός της προσφυγιάς και της απώλειας.
Επίσης είναι γνωστό, πως η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 αποτελώντας ορόσημο του Μεσοπολέμου στον τόπο μας, επηρέασε καθοριστικά και άμεσα τους καλλιτέχνες της Γενιάς του ’30, οι οποίοι συνδέονται με την εισαγωγή του μοντερνισμού στην Ελλάδα και τη συνειδητή προσπάθειά τους να τα πολιτογραφήσουν και να του δώσουν ελληνική ιθαγένεια συνδέοντάς τον με την παράδοση.
Τι γίνεται όμως στα χρόνια που ακολουθούν; Τι γίνεται με τη δεύτερη γενιά προσφύγων ή ακόμη και την Τρίτη; Πως περνά η προσφυγική μνήμη στην καλλιτεχνική δημιουργία των απογόνων, που άκουσαν για την ήττα και την καταστροφή, τον διωγμό, τις χαμένες πατρίδες αλλά έζησαν σε ένα εντελώς διαφορετικό πολιτισμικό, οικονομικό και ιστορικό πλαίσιο;
Πώς, στους καλλιτέχνες που γεννιούνται από τις προσφυγικές οικογένειες που πλέον έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα, πώς λειτουργεί και εάν λειτουργεί, η προσφυγική μνήμη στη ζωή και το έργο τους;
Θέλοντας να απαντήσω στο ερώτημα και θέμα της συζήτησής μας, θα μιλήσω υποκειμενικά. Επιτρέψτε μου λοιπόν να αφηγηθώ την προσωπική μου ιστορία.
Τη γιαγιά μου, την μητέρα της μητέρας μου, την έλεγαν Μυρτώ. Μυρτώ Χριστοδούλου, το γένος Βαλίδη. Γεννήθηκε στις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας, το γνωστό Αιβαλί το 1900 κι έζησε δύο διωγμούς, του 15 και τον οριστικό του 22. Παντρεύτηκε τον συντοπίτη της Αϊβαλιώτη Παρασκευά Χριστοδούλου, αξιωματικό του ελληνικού ιππικού, τον οποίο και γνώρισε τις μέρες του διωγμού, όταν την έσωσε στην αγκαλιά του, κατά τον περιβόητο «συνωστισμό» των υπό εκκαθάριση Αϊβαλιωτών στο λιμάνι της πόλης κι έτσι, στην αγκαλιά του, την μετέφερε στο πλοίο για την Ελλάδα τις μέρες της συμφοράς.
Οι γονείς της και οι δύο είχαν ήδη πεθάνει, ο ένας της αδελφός ο Γιώργος, είχε φύγει στην Γαλλία τρία χρόνια πριν, ενώ ο μικρότερος και μάλλον ο πιο αγαπημένος της, ο Γιάννης Βαλίδης, 18 ετών το ’22, έμεινε πίσω, σηματοδοτώντας την μεγαλύτερη απώλεια για την ίδια, αφού ποτέ δεν κατάφερε να μάθει την τύχη του και να σβήσει την μάταιη ελπίδα επιστροφής του. Το πιο πιθανό φυσικά είναι να τον εκτέλεσαν μαζί με τους υπόλοιπους αιχμαλώτους τα τουρκικά στρατεύματα. Διατηρώ ακόμη στη μνήμη μου τις απογευματινές ώρες, την εικόνα της οικογένειάς μου, συγκεντρωμένης γύρω από το ραδιόφωνο, όταν μεταδίδονταν οι αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού.
Επίσης θυμάμαι, ένα από τα επεισόδια του τέλους, που επαναλάμβανε συχνά η γιαγιά μου, την σκηνή του χωρισμού των δυο αδελφών. Τα δυο αδέλφια βιώνοντας στο σπίτι τους στο Αιβαλί, τις τελευταίες κοινές στιγμές τους, είχαν προφανώς τόσο μεγάλη ταραχή, που όταν ο Γιάννης ζήτησε από τη Μυρτώ, να του φέρει μια αλλαξιά για να την πάρει μαζί του προκειμένου να παραδοθεί στους τούρκους, εκείνη του έφερε τρέμοντας δικά της εσώρουχα. Εκείνος ο νεκρός χρόνος που τα δυο αδέλφια έκλαιγαν αγκαλιασμένα κοιτώντας τα παράταιρα ρούχα, είναι μια από τις πιο σοκαριστικές μνήμες της παιδικής μου ηλικίας, έτσι όπως την ανέπλαθα στο μυαλό μου. Για χρόνια πηγαίνοντας περίπατο, με τον πατέρα μου, πίστευα πως στα μεγάλα άδεια κτίρια που συναντούσαμε στη βόλτα μας, μπορεί και να κρυβόταν κάπου ο παππούς ο Γιάννης. Πίστευα πως μπορεί και να σώθηκε και να εμφανιστεί κάποια στιγμή, γλυκαίνοντας τα θλιμμένα μάτια της γιαγιάς Μυρτώς. Γιατί τώρα μόνο μπορώ να αναγνωρίσω και να ονοματίσω το πένθος που συνόδευε τον αγώνα για επιβίωση των μικρασιατών προσφύγων και φυσικά και της δικής μου οικογένειας.
Πένθος για την απώλεια, νοσταλγία και θλίψη για τον τόπο τους που έχασαν οριστικά, για μια άλλη ζωή που είχε ήδη πληθώρα βιωμάτων και αξιών, μιας και άφησαν σπίτια και ζωές έχοντας ήδη συγκροτήσει χαρακτήρα και μνήμη.
Θυμάμαι τη γιαγιά μου να τραγουδά τα τραγούδια της σχεδόν ψιθυρίζοντας, να αφηγείται λεπτομέρειες για τον τρόπο και τον τόπο της, για την μικρή της πατρίδα. Μετά σιωπούσε. Οι αφηγήσεις της από τις τελευταίες ώρες στο Αιβαλί, ήταν τα παραμύθια που με μεγάλωσαν. Ο τρόμος των κρυμμένων ανθρώπων στα καφενεία, που ήταν μάλιστα ιδιοκτησίες της οικογένειάς μας, καθώς πλησίαζαν οι Τούρκοι στρατιώτες, ο πόνος, η φτώχια και η εγκατάλειψη όταν έφθασαν στην Μυτιλήνη αρχικά και μετά στην Αθήνα, οι νέοι διωγμοί μετά, αφού ο παππούς Παρασκευάς ήταν βενιζελικός και μετά συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση με τον ΕΛΑΣ – οι ιστορίες της ήταν πάντα ζευγαρωμένες με την Ιστορία με μεγάλο γιώτα αυτού του τόπου.
Δεν πήγε ποτέ στο Αιβαλί η Μυρτώ και δεν ήθελε να δει τι απέγινε το σπίτι μας που νομίζω πως ακόμη σώζεται. «Όταν μας έδιωξαν το 15, επιστρέψαμε και βρήκαμε τα πάντα κατεστραμμένα. Οι καναπέδες ξεκοιλιασμένοι, είχαν λεηλατηθεί και οι τρεις όροφοι του σπιτιού, έψαχναν για λίρες. Όμως επισκευάσαμε γρήγορα τα πράγματα μας, όλα έγιναν όπως πριν. Τι νόημα έχει να επιστρέψω στον τόπο μου σαν ξένη; Είναι βαριά τα μάτια μου από τα δάκρια.» έλεγε.
Ήταν εξαιρετική μαγείρισσα η γιαγιά, κρατούσε τα αϊβαλιώτικα έθιμα, τα τσουρέκια της, τα γλυκά της, οι γεμιστοί κουραμπιέδες της, ήταν ένα θαύμα. Κυρίως όμως η αξιοπρέπεια της μέσα στη θλίψη της ήταν αυτό που λάτρευα σ’ εκείνη. Κι όπως κι η καταγωγή του πατέρα μου είναι μ’ έναν τρόπο επίσης προσφυγική, κατάγεται από Σουλιώτες πρόσφυγες εγκαταστημένους σε χωριό έξω από το Μεσολόγγι, από εκεί και το οικογενειακό μας επίθετο, η ρίζα και ο τόπος, ως συνιστώσες ταυτότητας δούλευαν ακατάπαυστα στο περιβάλλον του ασυνείδητού μου.
Εδώ θα κάνω μια στάση. Για να πω πως και τους τρεις μας, και εμένα προσωπικά, και την Αφροδίτη Μάνου, και τον Γιώργο Ανδρέου, μας συντονίζει νομίζω ένα κοινό στοιχείο: Πιστεύω πως η προσφυγική μνήμη, έχει περάσει στο λόγο που έχουμε καταθέσει ως στιχουργικό έργο μέσω της συνεχόμενης αναφοράς στην ρίζα, την παράδοση, στον Τόπο ως σταθερή αναφορά, στην Ιστορία και φυσικά στο βάρος και το σεβασμό στην γλώσσα αυτής της χώρας. Αλλά ακόμη και στα τραγούδια μας που αφορούν προσωπικές αφηγήσεις και ιστορίες, νομίζω πως αυτό το αίσθημα αξιοπρέπειας και αυτοσεβασμού και ως λόγος και ως καλλιτεχνικής στάση, έχει να κάνει με το ήθος που διατήρησαν ως οδηγό επιβίωσης οι άμεσοι πρόγονοί μας.
Το Γράμμα στον Κύριο Νίκο Γκάτσο του Γιώργου Ανδρέου, η μικρή πατρίδα και η Ελλοπία του ομιλούντος, το Για ποια Ελλάδα, η Βαβέλ και το από την Πέργαμο ως τον Ταύρο της Αφροδίτης είναι τραγούδια που τα χαϊδεύει η Μικρασιάτικη υγρασία, είτε το επιδιώξαμε οι δημιουργοί τους είτε όχι.
Δεν μπορεί να απαλλαγεί από το ιστορικό βάρος ένας έλληνας δημιουργός, παρά μόνο αν ο ίδιος αρνηθεί την ταυτότητά του. Στο τραγούδι συγκεκριμένα, μια τέχνη που απευθύνεται στους πολλούς, το αποτέλεσμα αυτής της αποστασίας είναι καταφανώς γελοίο.
Αν η Τέχνη μας βοηθά να καταλάβουμε τους εαυτούς μας, αυτό το αίνιγμα που φέρουμε στη ψυχή μας, δεν μπορώ να αρνηθώ τις μορφές των δικών μου, που με σημάδεψαν με τις ζωές και τις αφηγήσεις τους. Αν επιλέξει αυτού του είδους την αιμοκάθαρση ο καλλιτέχνης, να αρνηθεί δηλαδή την προσωπική του ιστορία, τη ρίζα του και την ταυτότητά του, θα του επιστραφεί ως αντίδωρο η ασημαντότητα και η ακύρωση της διαχρονικής επιβίωσης του έργου του.
Το τελευταίο ολοκληρωμένο έργο που βρίσκεται σε άμεση αναφορά με την προσφυγική μνήμη στην τέχνη του τραγουδιού, ως κύκλος τραγουδιών, είναι νομίζω το Ρεμπέτικο του Νίκου Γκάτσου και του Σταύρου Ξαρχάκου. Και οι τρεις μας εμφανιστήκαμε στην ελληνική δισκογραφία μετά από το 1983, χρονιά έκδοσης του συγκεκριμένου δίσκου. Στα δικά μας τραγούδια, υπάρχει αφομοιωμένη η προσφυγική μνήμη πια, με έναν διαφορετικό τρόπο, όπως είπα και πριν, όμως υπάρχει: ένας μελετητής, δεν θα μπορούσε να την αποκρύψει αναφερόμενος στις ιδιαίτερες περιπτώσεις μας.
Την χρονολογία έκδοσης του Ρεμπέτικου την αναφέρω, γιατί έχουν μεσολαβήσει στο μεταξύ 30 χρόνια, η ελληνική δισκογραφία και το ελληνικό τραγούδι άλλαξαν, δεν βρίσκονται πια και στα καλύτερα τους, παραμένει ατραγούδιστο το παρόν, πόσο μάλλον η νέα ματιά στο παρελθόν, ίσως έπρεπε να καταργηθεί το βασικό όχημα γλώσσας και πολιτιστικής ταυτότητας στην Ελλάδα, προκειμένου να ενταχθεί η χώρα στην ισοπεδωτική παγκοσμιοποιημένη νέα εποχή.
Αν θέλετε να καταστρέψετε τον πολιτισμό μιας χώρας με ισχυρή παράδοση προφορικού πολιτισμού, καταστρέψτε πριν απ’ όλα το τραγούδι και την ποίησή της, αποδομήστε τα , απαξιώστε τις δύο βασικές πύλες επικοινωνίας και αισθητικού διαλόγου με τον κόσμο, και μετά τα πράγματα είναι πιο εύκολα για την συνολική της άλωση.
Έπρεπε και πρέπει οι Έλληνες να πάψουν να τραγωδούν την ιδιαίτερη μοίρα τους ως ιστορικός λαός, να σταματήσουν να τραγουδούν και την θλίψη, τα βάσανα και την αντίστασή τους στην ιστορική τους περιπέτεια που δεν σταμάτησε ποτέ.
Όμως η Μυρτώ είναι εδώ, ο Γιάννης επίσης, ο Παρασκευάς τους περιέχει, τους φέρει ως ψυχολογική, νοητική, αισθητική και ιδεολογική οντότητα και θα ήταν παράλογο να τους αρνηθεί.
Σκεφτόμουν πως δεν ξέρω το όνομα του προπάππου μου, ούτε μέχρι που φθάνει η ρίζα μου, δεν πρόλαβα να ρωτήσω τη γιαγιά μου και δεν μπορώ να ψάξω να το βρω, δεν υπάρχουν αρχεία, γενεές επί γενεών έχουν τυλιχθεί στη λήθη, να, μια ακόμη διαφορά μου με έναν Γάλλο ή Ολλανδό ή Άγγλο συνομήλικο μου, που μπορεί να αφηγηθεί την ιστορία της οικογένειας του ζώντας σε τόπους που η Ιστορία δεν έσβησε τα ονόματα αφήνοντας σκόρπιες μνήμες μόνο, αλλά μ’ αυτές τις σκόρπιες και δύσκολες μνήμες, πρέπει να συγκροτήσω νέα τραγούδια που να τους περιέχουν όλους, να μιλούν για το σήμερα και το αύριο χωρίς να μοιρολογούν, να ησυχάζουν τη θλίψη και την απώλεια μέχρι το επόμενο ιστορικό κύμα να μας οδηγήσει εμάς και τους επόμενους και πάλι στην σφενδόνη κρατώντας το ίδιο βαρύ άγαλμα στα κουρασμένα χέρια μας.
Έτσι είναι. Γεννήθηκα εδώ, στην Ελλάδα, και οφείλω να μην κρύβω την ηλικία της μνήμης μου, όσο κι αν αυτό τρομάζει κάποιους.
Ζητώ συγνώμη αν σας κούρασα με την προσωπική μου ιστορία. Είναι η πρώτη φορά όμως που την αφηγούμαι δημόσια.
* Προσχέδιο ομιλίας με θέμα Η προσφυγική μνήμη ως εμπειρία στο Λόγο και την Τέχνη στο πλαίσιο του Διεθνούς Συνεδρίου «Σμύρνη: Η ανάπτυξη μιας μητρόπολης της Ανατολικής Μεσογείου (17ος αι. – 1922)», που διοργάνωσαν ο Φιλοπρόοδος Όμιλος Υμηττού σε συνεργασία με το Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, στις 20-23 Σεπτεμβρίου 2012.