Το παιχνίδι των λέξεων: Πολιορκία (η)
… Κι όταν μπήκαν στην Πόλη τροπαιοφόροι, αλαλάζοντας και λυσσώντας για εκδίκηση κατάλαβαν πως δεν υπήρχαν τιμαλφή να μοιραστούν, ούτε νικημένοι να εξευτελίσουν. Μονάχα τα κουφάρια τους. Όσοι δεν είχαν σκοτωθεί υπερασπιζόμενοι την Πόλη, πρόλαβαν και φυγάδευσαν τις ψυχές τους μακριά, πέρα από τα κατακτημένα σώματά τους. Όλοι, άνδρες και γυναίκες ήταν πια άψυχα κορμιά, απόντες στην σκλαβωμένη τους ζωή. Άλαλοι και νεκροί κι ας περπατούσαν. Τυφλοί κι ας έβλεπαν. Σαν υπνοβάτες προχωρούσαν. Έπρατταν χωρίς να ζουν. Όσα απ’ τα παιδιά τους οι πολιορκημένοι δεν κατάφεραν να διώξουν κρυφά, τα κοίμισαν για πάντα με δηλητήρια που έκρυβαν οι μάνες βαθιά στον κόρφο τους. Μ’ αυτό τον τρόπο οι νικημένοι αφαιρούσαν απ’ τους νικητές τη νίκη τους. Δεν χάρηκε κανείς κατακτητής την επινίκια τρέλα, την δήωση, τον εξευτελισμό, το έγκλημα που η διψασμένη οργή του απαιτούσε. Μετά από λίγες μέρες το στρατόπεδο, γέμισε φόβο και πανικό. Απλώθηκαν φήμες πως η βουβή αντίσταση των νικημένων έκρυβε συνωμοσία, θανατηφόρα κατάρα και μυστική προδοσία και σατανική επιβουλή. Η Πόλη λέει στην πραγματικότητα ήταν μια ζωντανή βόμβα. Κάθε βιασμένη γυναίκα έφερνε μέσα της αρρώστια βαριά, ικανή να μολύνει τους νικητές σπέρνοντας θάνατο. Ο άνεμος , η γη και το νερό ακόμα και οι πόρτες των σπιτιών είχαν μολυνθεί από τους πολιορκημένους εκούσια -κι αυτοί, οι κατακτητές, είχαν πιαστεί σε πανούργα κι ολέθρια παγίδα. Ο ύπνος πρώτος λιποτάκτησε απ τις γραμμές των νικητών. Φλεγόμενα όνειρα και ιδρωμένοι εφιάλτες φώλιασαν στις νύχτες. Μετά έπεσε ξαφνικός πυρετός που παρέλυσε το στράτευμα. Έσπασαν οι γραμμές κι έβλεπες ομάδες στρατιωτών να τρέχουν προς τα βουνά, λες και τους κυνηγούσαν αόρατοι εχθροί. Κι ούτε πλησίαζαν τους ζωντανούς- νεκρούς υποτελείς τους, παρά σκέφτονταν να τους κάψουν ζωντανούς μες στην καταραμένη πόλη τους, σαν τα ποντίκια. Για μέρες όμως άρχισε να βρέχει. Κατακλυσμός κι αρρώστιες. Και τότε είπανε πως η φωτιά δεν πιάνει σε τούτο τον τόπο γιατί την σβήνουν τα αόρατα δάκρια των νικημένων. Κι έτσι αποφάσισαν να φύγουν οι νικητές. Έφυγαν νύχτα ασέληνη. Σαν κυνηγημένοι. Πέρασαν τα βουνά με χαλασμένες τις σειρές τους, τρομαγμένες σκιές. Και τότε οι νικημένοι, άναψαν μεγάλες φωτιές και έκαψαν το βιος τους και τα χώματά τους και τους τάφους των προγόνων τους και τα τείχη που δεν κράτησαν άμυνα -μην μείνει σημάδι της συμφοράς που έζησαν. Και πήραν τον ίδιο δρόμο απ’ τα βουνά, μα όταν το φεγγάρι γέμισε. Πήγαν να συναντήσουν τις ψυχές τους εκεί που ήδη κατοικούσαν. Γιατί σ’ όλη την πολιορκία αυτές ήταν τα άστρα και οι σηματωροί τους …