Η ιδρυματοποίηση του Πολιτισμού ή ο Πολιτισμός ως πολιτικό δικαίωμα
Μια ανατροπή έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια στο χώρο του Πολιτισμού: η ιδρυματοποίηση της πολιτιστικής μας ζωής και η αποδοχή και εκχώρηση από το Κράτος στους ιδιώτες, της ηγεμονεύουσας θέσης στη χάραξη στρατηγικής πρότασης για τον πολιτισμό.
Πέντε χρόνια συμβίωσης με την Κρίση ήταν αρκετά ώστε σήμερα να βρισκόμαστε μπροστά στην τραγελαφική κατάσταση το Κράτος να παραδίδει όλο και περισσότερο κεντρικούς τομείς ευθύνης του σε Ιδιωτικά Ιδρύματα και σε Ιδιωτικούς Ομίλους, καταργώντας τον Πολιτισμό ως πολιτικό δικαίωμα των πολιτών του και μεταλλάσσοντας την παραγωγή και αναπαραγωγή του πολιτιστικού έργου σε υπόθεση χορηγικής παροχής υπηρεσίας. Με διατυπωμένη μάλιστα πρόθεση τη θεσμοθέτηση νομοθετικά αυτής της «μεταφοράς ευθύνης» και με σιωπηρή υποχώρηση του Κράτους σε όλους τους τομείς πολιτιστικής δράσης και πολιτικής.
Ας πάρουμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή:
Υπάρχει μια σύγχυση στην Ελλάδα γύρω από το τι ορίζουμε κάθε φορά πρωτεύουσα και δευτερεύουσα πολιτιστική ύλη˙ όπως επίσης και ένα σκόπιμο μπέρδεμα για την έκταση και το ζωτικό χώρο της κρατικής ευθύνης στα θέματα πολιτισμού. Αν ορίσουμε ως πολιτιστική δημιουργία την πολιτική διαδικασία μέσα στην οποία διαμορφώνει μια κοινωνία τη ζώσα ταυτότητα των αξιών της, τότε πρωτεύοντα ρόλο σ’ αυτή τη διαδρομή αναμφίβολα παίζει η πρωτογενής παραγωγή της ύλης της (στη διαχρονική μάλιστα πορεία της) δηλαδή η καλλιτεχνική και πνευματική της δημιουργία και δευτερεύοντα ρόλο αλλά όχι υποδεέστερο, η ανατροφοδότηση και αναπαραγωγή τους μέσα από θεσμούς και πράξεις που αναδεικνύει η ίδια η πολιτεία. Το σύνολο και των δύο συντελεστών, ολοκληρώνει και σηματοδοτεί την πολιτιστική εικόνα ενός λαού και ως προς τον «εαυτό» του αλλά και ως προς τους «άλλους». Το τι έργα δημιουργούνται σε μια χώρα, από ποιους και πώς εκδίδονται και κυκλοφορούν, ποιοι και πώς τα αποδέχονται, αν θα υπάρξει δημιουργική συνέχεια και ποια θα είναι αυτή από τις νεώτερες γενιές και για πόσο, όλα αυτά είναι πολιτικά ζητήματα, κρίκοι μιας αλυσίδας που αφορά τον καθένα μας και στην οποία είτε το θέλουμε είτε όχι, συμμετέχουμε όλοι.
Ο πολιτισμός -ακριβώς γι’ αυτό- πέρα από θεμελιώδες δημόσιο αγαθό είναι σοβαρό μεν μαχητό δε ισχυρό πολιτικό δικαίωμα, λειτουργώντας ως βασική υποδομή εθνικής στρατηγικής, κοινωνικής συνοχής, ιστορικής συνέχειας, πολιτικού στοχασμού, διαλόγου και ταυτοτικού προσδιορισμού ενός λαού. Είναι χώρος ευρύτερος της καλλιτεχνικής έκφρασης μιας κι εκεί κυοφορείται και αναπτύσσεται ο βηματισμός μιας χώρας και αφορά άμεσα και πρωτίστως τους πολίτες της. Μέσα από τη πολιτιστική της διαδρομή μια κοινωνία παράγει Λόγο, κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές, αξίες αλλά τοποθετεί και ανατοποθετεί ιδεολογικούς και πολιτικούς συσχετισμούς και ανατροπές. Εξ ου και η ρήση «Ο Πολιτισμός δεν εκλέγει κυβέρνηση αλλά σίγουρα μπορεί να την ανατρέψει». Γι’ αυτό η Πολιτεία (ως κατεξοχήν πολιτικό όργανο του δημοσίου συμφέροντος) οφείλει να επεξεργαστεί τις συντεταγμένες αυτού του χώρου, να τις προστατεύσει και να εγγυηθεί τον ορίζοντά τους, διαχειριζόμενη το παρελθόν και το παρόν με λειτουργικές κατευθύνσεις που να εξασφαλίζουν ασφαλές και απρόσκοπτο μέλλον τόσο στην παραγωγή όσο και κυρίως στην αναπαραγωγή του πολιτιστικού βιώματος των πολιτών του. Και από την άλλη, οι ίδιοι οι πολίτες θα πρέπει να διεκδικούν την προστασία του πολιτικού τους δικαιώματος να καθορίζουν οι ίδιοι την πολιτιστική τους ταυτότητα, να έχουν το δικαίωμα δηλαδή να είναι οι ίδιοι δημιουργοί της ιστορίας τους .
Αν η περιγραφή αυτή αντιστοιχεί σε κάτι, τα χρόνια που ζούμε περιγράφουν το τίποτα. Στα σαράντα χρόνια ζωής της γερασμένης και παρακμάζουσας πλέον μεταπολίτευσης, η κρατική πολιτική στον Πολιτισμό υπήρξε άλαλη, τυφλή και ανάπηρη – με άλλα λόγια χωρίς στρατηγική και όραμα. Κι αυτό ήταν μια καθαρή πολιτική επιλογή του πολιτικού και οικονομικού συστήματος. Το αξιακό σύστημα του μεταπολιτευτικού κόσμου υπήρξε μεταπρατικό, ετερόνομο, βαθύτατα ταξικό και πλήρως εξαρτημένο. Άρα και η κυρίαρχη πολιτιστική του πρόταση παρέμεινε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση. Δεν υπήρξαν ούτε και θεμελιώθηκαν ισχυροί δείκτες προστασίας του κληρονομημένου πολιτισμού μας, της γλώσσας που όφειλε να προστατεύσει μέσα από τα έργα που την μιλούσαν και την έγραφαν, της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Για να μην επεκταθούμε στους τομείς του άυλου πολιτισμού, της πολιτιστικής κληρονομιάς και της διεθνούς παρουσίας του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Και για να μην φτάσουμε στους θεσμούς αναπαραγωγής και ανατροφοδότησης της πολιτιστικής και καλλιτεχνικής πράξης. Αρκούσε η μεταποίηση όσων έστελνε η μητρόπολη και η αμάσητη κατανάλωσή τους. Έτσι οι διάφορες ελίτ ένιωθαν πως συμμετείχαν δήθεν στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και στην παγκοσμιοποιημένη σούπα, προσφέροντας υπηρεσίες μεταφραστών και ξεναγών στην νέα εκκλησία των αγορών.
Όσα θετικά μέτρα υιοθετήθηκαν στη μεταπολιτευτική περίοδο, παρέμειναν αποσπασματικά και ασύνδετα (πολλές φορές κάτω από ισχυρή κοινωνική πίεση). Τα μεγάλα καλλιτεχνικά έργα που δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα πριν τη μεταπολίτευση, από μονάδες ή συλλογικότητες, δεν έτυχαν έτσι κι αλλιώς κρατικής υποστήριξης, ούτε είχαν την σφραγίδα της κομματικής πατρωνίας. Μάλλον σε μόνιμη αντιπαράθεση με την επίσημη κρατική βούληση βρίσκονταν όλοι. Επιπλέον κανένα από τα κόμματα ή τις πολιτικές δυνάμεις δεν είχε άποψη για την εθνική πολιτιστική ύλη που διογκώνονταν συνεχώς σε έναν κόσμο και σε μια εποχή που άλλαζαν με τη σειρά τους δραματικά ζωές, συνήθειες και δεδομένα.
Σήμερα πέντε χρόνια μετά την έναρξη της Κρίσης, όλα τα μέτωπα του σύγχρονου πολιτισμού, μοιάζουν βομβαρδισμένα τοπία. Και οι ελάχιστες θεσμικές φρουρήσεις που υπήρχαν καταλύθηκαν. Στο χώρο του βιβλίου, στη μουσική, στο θέατρο, στα εικαστικά, στο χορό, στον κινηματογράφο, το κράτος απέσυρε την ισχνή παρουσία του, αφήνοντας τους πολίτες και τους δημιουργούς να βγάλουν μόνοι τους τα «κάστανα από τη φωτιά». Και οι μεν δημιουργοί συνεχίζουν αυτό που ξέρουν να κάνουν μετά την αρχική αμηχανία (εξαντλώντας πολλές φορές τις δυνατότητες αυτόνομης δράσης και δημιουργικής αντίστασης πέρα και πάνω από κάθε όριο), οι πολίτες όμως στερούνται του δικαιώματός τους να μετέχουν στην πολιτιστική παραγωγή αλλά και στις διαδικασίες αναπαραγωγής της. Κι αυτός άλλωστε ήταν και ο στόχος της νεοφιλελεύθερης επίθεσης: να καταργήσει τις δυνατότητες πρόσβασης των πολιτών στο πολιτιστικό προϊόν, να ανακόψει τη συμμετοχή τους στις διαδικασίες παραγωγής και να απομονώσει τους δημιουργούς από έναν συντονισμένο και αποδοτικό διάλογο με τους αποδέκτες της εργασίας τους. Κυρίως όμως να στερήσει ένα βασικό πολιτικό δικαίωμα από τους δικαιούχους του, να το μετατρέψει σε προϊόν κατανάλωσης και να επανατοποθετήσει το πλαίσιο του και τους διαχειριστές του. Όμοια όπως μετάλλαξε τη δημοκρατία (έστω αυτή η κουτσουρεμένη αστική δημοκρατία) σε χειραγωγήσιμη τηλεοπτική άθλια εικόνα του εαυτού της, ιδιωτικοποιημένη και πασίδηλα ταξική. Το ελληνικό τραγούδι π.χ. συνεχίζει να υπάρχει και να επικοινωνεί, αλλά πολύ δύσκολα τόσο το κοινό όσο και οι νέοι δημιουργοί μπορούν να παρέμβουν στις διαδρομές αναπαραγωγής του. Το ίδιο συμβαίνει και στον εκδοτικό χώρο. Και στις εικαστικές τέχνες επίσης.
Μέσα σ’ αυτό το χάος και απόντος του Κράτους, άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, τα φαντασμαγορικά ευαγή Ιδρύματα – Πολιτιστικοί Οργανισμοί. Ωραίοι χώροι, επιβλητικοί, με ευρωπαϊκό αέρα και γεμάτες τσέπες, με ηγεμονική διάθεση και πολλαπλώς διαθέσιμες δυνατότητες. Η Ιδρυματίτιδα είναι το επόμενο στάδιο της στρατηγικής μας καχεξίας στον πολιτισμό.
Δεν υπήρξαν ούτε είναι «εχθροί» τα Ιδρύματα (όπως και οι Εθνικοί Ευεργέτες άλλωστε). Πολλά από αυτά στο μέτρο των δυνατοτήτων τους και στη βάση της εξειδίκευσής τους, έχουν προσφέρει ήδη σοβαρό έργο στο πλούσιο και ποικιλώνυμο ρεπερτόριό τους. Θα άξιζε τον κόπο κάποτε να γίνει μια χαρτογράφηση και αποτίμηση των πάσης φύσεως Ιδρυμάτων, της προσφοράς, των έργων τους, αλλά και των επιδοτήσεών τους από το Κράτος (έμμεσων ή άμεσων) όσο και των πόρων τους. Γιατί υπάρχουν πολλά Ιδρύματα που χρηματοδοτήθηκαν από κληροδοτήματα ιδιωτών και έως σήμερα ζουν και δραστηριοποιούνται από αυτά (μια καθόλα αξιέπαινη πράξη κοινωνικής προσφοράς) και άλλα που δημιουργήθηκαν προστατεύοντας μνήμες πολιτικών προσώπων ή καλλιτεχνών ή γενικώς προσωπικοτήτων και επέζησαν και επιζούν χάριν των σχέσεων και των πολιτικών προσβάσεων των προστατών τους. Πέρα όμως από τις όποιες παρεκκλίσεις τους, τα ιδρύματα από τη φύση τους παραμένουν ακόμα κι αν έχουν να επιδείξουν σπουδαίο έργο, «κλειστοί χώροι» διαχείρισης του πολιτιστικού προϊόντος και όχι ανοιχτοί θεσμοί διαλόγου, συμμετοχής ή έστω διαμεσολάβησης των πολιτών.
Και επειδή είναι πολλά τα ζητήματα που προκύπτουν ας τα περιγράψουμε, έστω επιγραμματικά: Πρώτο ζήτημα: Θα αναφέρω ένα παράδειγμα για να γίνω αντιληπτός. Αν κάποιος έλληνας καλλιτέχνης σήμερα θελήσει να παρουσιάσει ένα φιλόδοξο μουσικό έργο ή μια παράσταση απαιτήσεων στην πρωτεύουσα, δεν μπορεί παρά να αναζητήσει την τύχη του σε ένα από τα Ιδρύματα αυτά. Οι πιο σοβαρές και με υποδομή αίθουσες ανήκουν στην δικαιοδοσία τους. Πριν ακόμη ξεκινήσει την λειτουργία του το Νιάρχειο, οι 13 καλύτερες σε υποδομή αίθουσες στην Αθήνα ανήκουν όλες σε Ιδρύματα (5 στο ΜΜΑ, 2 στη Στέγη, 3 στο Κακογιάννης, 1 στο Θεοχαράκης, 2 στον Ελληνικό Κόσμο). Άρα και να μη θες δεν μπορεί παρά να σκοντάψεις πάνω τους, έστω και ως… αδικαίωτη προσδοκία. Και αδικαίωτη θα παραμείνει η προσδοκία, αφού τα περισσότερα ιδρύματα στις ελληνικές παραγωγές και προτάσεις δεν τρέφουν και μεγάλη συμπάθεια.
Το δεύτερο ζήτημα είναι πως τα ιδρύματα αυτή την άνυδρη στιγμή, σχεδόν μονοπωλούν την ένταση της δημοσιότητας αφού διαθέτουν κονδύλια, σχέσεις και δυνατότητες επιβολής της δράσης τους σε τύπο, τηλεόραση, ραδιόφωνο και διαδίκτυο. Πράγμα που σημαίνει πως μπορούν να αγοράζουν χρόνο, χώρο διαφημιστικό και… ανθρώπους (έτσι κι αλλιώς στην Ελλάδα της Κρίσης έχουν υποτιμηθεί και τα τρία).
Και ως εδώ καλά. Αυτόνομοι οργανισμοί είναι, δικαιούνται να διαμορφώνουν την πολιτική τους όπως εκείνα νομίζουν. Τα πράγματα όμως αρχίζουν να σοβαρεύουν, όταν το Κράτος, δια του Υπουργού του, καλεί ακριβώς αυτά τα Ιδρύματα να χαράξουν την στρατηγική του πρόταση για τον πολιτισμό και επίσης όταν το Υπουργείο Πολιτισμού δημιουργεί το θεσμικό πλαίσιο που νομιμοποιεί τον ηγεμονικό τους ρόλο στη χάραξη αυτής της στρατηγικής. Δηλαδή παραιτείται του ρόλου του και της αποστολής του.
Το Φθινόπωρο του 2011 λοιπόν, ο τότε Υπουργός Πολιτισμού, Παύλος Γερουλάνος, αντιμετωπίζοντας την ακαταστασία -όπως λέει ο ίδιος- που η ύλη του Υπουργείου του δημιουργούσε και η οποία εμπόδιζε την χάραξη μιας σύγχρονης και αποτελεσματικής στρατηγικής στον τομέα ευθύνης του, μεσούσης της Κρίσης και της λιτότητας, των περικοπών των επιδοτήσεων του Υπουργείου του προς τους εποπτευόμενους φορείς του, της διάλυσης των λιγοστών θεσμών που είχαν απομείνει και της απόλυτης ανασφάλειας, αποφάσισε να συγκροτήσει μια Επιτροπή προκειμένου να διατυπώσει τη νέα πρόταση πολιτιστικής στρατηγικής για τη χώρα. Πολύ καλή ιδέα. Ποιους όμως κάλεσε να την συνδιαμορφώσουν ο Υπουργός;
Στα επτά μέλη της Επιτροπής ο Υπουργός επέλεξε τα 4 να εκπροσωπούν Ιδρύματα (Ίδρυμα Στ. Νιάρχος, Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης). Εδώ αρχίζουν τα ζητήματα. Γιατί όταν αποφασίζεις να διαμορφώσεις δημόσια πολιτική, δεν καλείς τους εκτός ύλης να διαμορφώσουν την πρόταση. Είναι σχήμα οξύμωρο. Μπορεί να τους συμβουλευτείς με τη σειρά που ενδείκνυνται, αλλά δεν τους αφήνεις να διαμορφώσουν αυτοί την πρόταση. Όμως ο Υπουργός είχε άλλη άποψη και τα αποτελέσματα της πρότασης διατυπώθηκαν σε κείμενο με τον βαρύγδουπο τίτλο «Λευκή βίβλος για τη δημόσια πολιτική στο πεδίο του σύγχρονου πολιτισμού».
Το κείμενο είδε το φως της δημοσιότητας την Άνοιξη του 2012, θα έφθανε μάλιστα και στην Βουλή (είχε συγκροτηθεί νομοπαρασκευαστική επιτροπή προκειμένου να μεταποιηθεί η Λευκή Βίβλος σε σχέδιο νόμου προς ψήφιση), αλλά φευ, πρόλαβαν οι εκλογικές αναμετρήσεις του Μαΐου και του Ιουνίου το σχεδιασμό και πήρε ο κακός άνεμος και το ΠΑΣΟΚ και την πολιτιστική του στρατηγική και τον Υπουργό του. Το κείμενο όμως παρέμεινε, και όποιος θέλει να θαυμάσει μια στρατηγική για τον ελληνικό πολιτισμό κατά τη λογική (και τα συμφέροντα των Ιδρυμάτων), μπορεί ακόμη και τώρα να το βρει στις ιστοσελίδες του ΥΠΠΟ, όπου και εξακολουθεί να είναι αναρτημένο, μη και χαθεί η… πολιτική συνέχεια. Άλλωστε μπορεί να μην έγινε νόμος του Κράτους η πολιτική βούληση όμως παραμένει.
Το εν λόγω λοιπόν κείμενο βρίθει μαργαριταριών, αλλά το ουσιώδες που θα αναφέρουμε εδώ είναι η νομιμοποίηση και ακολούθως η θεσμοθέτηση του ηγεμονικού ρόλου των Ιδρυμάτων στην χάραξη της πολιτιστικής μας στρατηγικής. Εκεί λοιπόν το κείμενο προβλέπει ως λύση όλων των προβλημάτων της Ελληνικής Πολιτείας τη συγκρότηση ενός οργάνου, του περιβόητου Συμβουλίου Πολιτισμού που ορίζεται να έχει γνωμοδοτικό χαρακτήρα μεν αλλά το οποίο συγκροτεί όλη την πολιτική ατζέντα και τη στρατηγική του Υπουργείου σε όλες τις θεματικές και τους άξονες δράσεις του.
Το αποτελούν 10 διορισμένα μέλη (11ο μέλος στο Συμβούλιο είναι ο εκάστοτε Υπουργός Πολιτισμού) τα οποία και επιλέγονται μεν από τον Υπουργό, υποχρεωτικά όμως από λίστα που καταρτίζουν τα ίδια τα μέλη του Συμβουλίου!!! Εξαετούς θητείας παρακαλώ, για να μπορούν να παρουσιάσουν και… έργο. Σ΄αυτό το Συμβούλιο δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση οι μετέχοντες να είναι Έλληνες υπήκοοι –παρότι θα εκπονούν πολιτική για την Ελλάδα και τους Έλληνες– και απαγορεύεται επίσης να είναι Διευθυντές εποπτευόμενων φορέων του Υπουργείου. Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια; Μπορούν βεβαίως να είναι άνθρωποι των Ιδρυμάτων (με τον έναν ή τον άλλον τρόπο) αλλά έτσι κι αλλιώς όπως λέει και το κείμενο: … «Τα στοιχεία αυτά οδηγούν στη διαπίστωση ότι, στη διαμόρφωση μέτρων, εργαλείων και μηχανισμών, χρειάζεται να προβλεφθεί, και μάλιστα να ενισχυθεί, η δυνατότητα συνεργασίας καιεναρμόνισης των ενεργειών τόσο με την περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση όσο και με χρηματοδοτικούς φορείς του τρίτου τομέα (των ιδρυμάτων), με αξιοποίηση του θεσμικού ρόλου του ΥΠΠΟΤ, με στόχο την μεγιστοποίηση του κοινά επιδιωκόμενου αποτελέσματος και με βάση την αρχή της επικουρικότητας». Ποιος επικουρεί τώρα ποιον είναι ένα ζήτημα, γιατί όταν διαμορφώνεις εσύ το πλαίσιο λειτουργίας μιας πολιτικής, μόνο επικουρικός δεν είναι ο ρόλος σου.
Δεν συγκροτήθηκε έως στιγμής αυτό το Συμβούλιο Πολιτισμού που φιλοδοξούσε να διαμορφώσει και να συγκροτήσει την εθνική μας πολιτιστική στρατηγική. Εθνική στρατηγική τώρα, τρόπος του λέγειν, αφού άλλωστε αποφεύγεται στο κείμενο ο προσδιορισμός «εθνική» μιας και μιλάμε για το… σύγχρονο πολιτισμό, που προφανώς κατά τους συντάκτες του, έχει τα ίδια χαρακτηριστικά παντού και στο Λουξεμβούργο, και στο Λίχτενσταϊν και στην… Ελλάδα.
Τελικά στο χώρο του Πολιτισμού το κράτος οφείλει να διαμορφώνει λόγο, πολιτική και στρατηγική; Και αν ναι, πώς; Μπορεί να αναθέτει στα όποια Ιδρύματα τη δύσκολη δουλειά και εκείνο να θεωρεί πως του έφυγε ένα βάρος από πάνω του; Ως γνωστόν το δημόσιο είναι δημόσιο και το ιδιωτικό είναι ιδιωτικό. Τον κάθε Γερουλάνο στο κάτω κάτω της γραφής μπορείς και να τον «μαυρίσεις», τον όποιον Ωνάση πάλι όχι.
Τα Ιδρύματα μπορούν να έχουν θετικό πρόσημο ως παρουσίες στο πολιτιστικό γίγνεσθαι ακριβώς γιατί ξεκινούν εκεί που σταματά το Κράτος. Δεν μπορούν και δεν δικαιούνται να το υποκαθιστούν είτε με τον έναν είτε με τον άλλο τρόπο. Όπως αναφέραμε και στην αρχή του κειμένου, την εθνική πολιτιστική ύλη οφείλει να την περιφρουρεί και να την ανανεώνει με άποψη το Κράτος ως πολιτικό όργανο μιας ζωντανής κοινωνίας. Τα Ιδρύματα έχουν άλλο ρόλο: να εκφράζουν την δυναμική επιμέρους πρωτοβουλιών ιδιωτών, δυναμική που έχει από τη φύση της το πλεονέκτημα να λογοδοτεί μόνο στον εαυτό της, αφού δημιουργούνται για να εκφράσουν όχι δημόσιες πολιτικές αλλά μεμονωμένες πολιτικές προτάσεις ιδιωτών.
Το Κράτος αντίθετα είναι υποχρεωμένο τη στρατηγική του πολιτική στον πολιτισμό να την διαμορφώνει σε διάλογο με τους φορείς που εκπροσωπούν την κοινωνία σε κάθε της έκφραση. Οφείλει απαράβατα να περιφρουρεί ως πολιτικό δικαίωμα τη πολιτιστική διαδικασία, αποτρέποντας μονοπωλιακές ανεξέλεγκτες παρεμβάσεις και συμφέροντα. Μπορεί να είναι δύσκολη δουλειά το να συνομιλείς με πολλούς, θέλει και χρόνο και πείσμα να βρεις τομές και κοινούς τόπους, αλλά δεν έχει κανείς προνομιακό δικαίωμα αναπλήρωσης όλων των υπολοίπων.