Η Αφροδίτη Μάνου, η Αφροδίτη μου
Με την Αφροδίτη Μάνου με συνδέουν τόσα νήματα που μοιραία θα υπονόμευαν κάθε πρόθεση αντικειμενικής αναφοράς στο έργο και στην προσωπικότητά της. Γι αυτό σας προειδοποιώ, εγώ θα σας μιλήσω για τη δική μου Αφροδίτη, αυτή που αποτελεί σταθμό στην προσωπική μου μυθολογία.
Πριν απ’ όλα και από πολύ νωρίς, αγάπησα το χρώμα της φωνής της. Το ίχνος δηλαδή που αφήνει η ψυχή σημαδεύοντας στο πέρασμα της το χρόνο.
Στην Ποδηλάτισσα, στην Καντάτα για την Μακρόνησο, στα Ανεπίδοτα Γράμματα, στην Απόπειρα, στα τραγούδια που έξοχα ερμήνευσε η Αφροδίτη Μάνου ήδη από τη δεκαετία του ’70, είχε πάντα ένα δικό της τρόπο να πλησιάζει το Λόγο, δίνοντας μια ξεχωριστή λυρική διάσταση και φρεσκάδα στα σπουδαία κείμενα που επέλεγε να τραγουδά. Αυτός ο λυρισμός ήταν η μία από τις δύο πλευρές της ερμηνευτικής της ταυτότητας. Η άλλη, ήταν η δύναμη και η καθαρότητα της ερμηνείας της. Χωρίς να εκβιάζει το συναίσθημα, υπερασπιζόταν με πάθος το δυνατό του αδυνάτου, είτε αυτό ήταν όνειρο, είτε κραυγή, θαυμαστικό ή κόμμα – όλα σύμβολα και σημεία στίξης μιας άλλης, ποιητικής σύνταξης του κόσμου.
Κι έπειτα τα ελληνικά στο στόμα της ! Η Αφροδίτη τα πρόφερε πάντα αλλιώς. Τα χάιδευε η φωνή της, με τρυφερότητα, σεβασμό αλλά και σιγουριά. Δεν είναι εύκολο να τραγουδάς την ελληνική ποίηση. Θέλει αρετή και τόλμη, γιατί οι λέξεις έχουν πίσω τους ισχυρούς συμβολισμούς και αρχαίες ηλικίες.
Στην μνήμη μου, η πρώτη της εικόνα έρχεται από μια αντιφασιστική εκδήλωση του ΕΚΚΕ τον Απρίλη του 1977. Φαντάζομαι πως ελάχιστοι πλέον αναγνωρίζουν την εφηβική ορμή και τα όνειρα που επενδύθηκαν κάποτε σ’ αυτά τα αρχικά. Θυμάμαι λοιπόν την Αφροδίτη, είκοσι χρονών και κάτι, να τραγουδά στα Προπύλαια, άφοβη και περικυκλωμένη από εκατοντάδες ετοιμοπόλεμους ροπαλοφόρους αστυνομικούς και αύρες, χαφιέδες και μυστικούς, να την συνοδεύει μια κιθάρα και ελάχιστοι σύντροφοι της και εμείς να την ακούμε και να την καμαρώνουμε προσερχόμενοι στην συγκέντρωση ήδη από το Σύνταγμα. Ήταν ακριβώς το πάθος και η αλήθεια της που σαν αεράκι γλιστρούσαν τότε κρυφά στην Αθήνα και μεταμόρφωναν το τοπίο διεκδικώντας τη διαφορά. Τη διαφορά της αισθητικής της και άρα την ηθική που περιείχε αυτή η διαφορά- αυτό το πάθος την ξεχώριζε πάντα.
Την θαύμασα μετά, στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, όταν διεκδίκησε με περισσή λεβεντιά κι ελληνικότητα, την ιδιαίτερη και μειοψηφική πολιτική της επιλογή, χωρίς να λυγίσει ως πρόμαχος, όταν όλα κι όλοι χαμήλωναν δεκαρολογώντας.
Αλλά την θαύμασα επίσης κι όταν είχε το κουράγιο να αναρωτηθεί και να θυμώσει μ’ αυτή την παρηκμασμένη Ελλάδα που παρασιτικά ζώντας, εκποιούσε τα καλύτερα στους χειρότερους.
Δεν ήταν μια εύκολη επιλογή αυτή. Ως ερμηνεύτρια η Μάνου, εκείνη την εποχή αντιμετώπισε απέναντι της όλη τη μουσική βιομηχανία που άλλαζε προσανατολισμό, στόχευση και περιεχόμενο. Η ελληνική δισκογραφία μόλις ξεκινούσε το μακρύ ταξίδι της προς το μικρομεσαίο ναρκισσισμό, τις πολυεθνικές φούσκες και τη μιντιοκρατία, μεταλλασσόμενη σε βιομηχανία παραγωγής επιθανάτιας πλήξης, κολακεύοντας και διασκεδάζοντας υπνωτισμένες συνειδήσεις, κολακευμένη και η ίδια από τα δυνατά φώτα, που την τύφλωσαν οριστικά τα επόμενα χρόνια. Η νεότευκτη δημοκρατία μπουσουλώντας, γλιστρούσε στον κήπο με τα τηλεοπτικά τέρατα. Το ελληνικό τραγούδι βουτούσε σ’ ένα χαλασμένο πλυντήριο που τα καθαρά τα έβγαζε βρώμικα. Κι η Μάνου επέμενε να είναι ΕΚΚΕ. Να τραγουδά για τους απολυμένους, για την τρομοκρατία, στα εργοστάσια και στις γειτονιές, εκτός κλίματος και εποχής.
Κάπου εκεί, στα μέσα της δεκαετίας του ’80 η Αφροδίτη Μάνου, τόλμησε να πάρει την τύχη της στα δικά της χέρια και να ταξιδέψει στ’ ανοιχτά με το δικό της καράβι. Πάλι επέλεγε τα δύσκολα . Και συστήθηκε ξανά, ως τραγουδοποιός πια, σκαλίζοντας με γλύφανο δικής της κοπής και έμπνευσης τα τραγούδια της.
Τα δικά της πια τραγούδια κουβαλούσαν την υγρασία και το άρωμα της Μικρασίας, το καθηλωτικό βλέμμα της γυναικείας της ταυτότητας και την ευθύβολη διατύπωση της κοινωνικής της ευαισθησίας, σ’ ένα μίγμα τόσο ελληνικό όσο καμιάς άλλης ελληνίδας στιχουργού. Ο στίχος της διατηρούσε την ιστορική του καταγωγή και τη λογοτεχνική του θητεία, τα παιχνίδια της ρίμας της δεν ξένισαν ποτέ, αφού υπήρχε κάτι πιο βαθύ και ουσιώδες που ήθελαν να αφηγηθούν, οι ιστορίες της, επικίνδυνα ανθρωποκεντρικές στην εποχή της έγχρωμης τηλεόρασης και της ασπρόμαυρης ζωής.
Μα και οι μουσικές της είχαν πάντα το χάρισμα δημιουργού που αγάπησε και ευχαριστήθηκε πολύ το τραγούδι αυτού του τόπου. Οι μελωδίες της σέβονταν το λόγο που μόχθησε να ενηλικιωθεί στην αγκαλιά τους, τον αγκάλιαζαν με την μεσογειακή μελωδική τους αύρα και τον ταξίδευαν στην δύση αλλά και στην ανατολή όποτε το ζήταγε ο ίδιος. Με τον δικό της πάντα τρόπο. Η Αφροδίτη Μάνου χαρακτηρίστηκε κυρίως για το στιχουργικό της χάρισμα αλλά δεν υπήρξε καθόλου υποδεέστερο το συνθετικό της ταλέντο.
Η Αφροδίτη Μάνου είναι τόσο λυρική αλλά και τόσο πραγματική, γιατί το μέλλον που γυμνάζει μέσα από τα τραγούδια της θέλει να το μάθει να ισορροπεί την αξιοπρέπεια, την ευαισθησία και την αλήθεια, με δεξιοτεχνία και γνώση. Ο κόσμος της Αφροδίτης Μάνου είναι ένας κόσμος δικός της, με τη δική του μυθολογία, αυτάρκης, αναγνωρίσιμος και διακριτός.
Να σας θυμίσω τα τραγούδια της: Το μήλο, Από την Πέργαμο ως τον Ταύρο, Ο φθινοπωρινός σκύλος, Ο Βασιλιάς κι εγώ, Για ποια Ελλάδα, το Ηπειρώτικο τραγούδι και τόσα άλλα. Όποιος θέλει να ασκήσει και να ασκηθεί στην τέχνη του τραγουδιού, δεν μπορεί να μην σπουδάσει π.χ. το Μήλο.
Η Αφροδίτη Μάνου παρέμεινε όλα αυτά τα χρόνια μια ιδιαίτερη και διαφορετική παρουσία στο ελληνικό τραγούδι. Η πορεία της, η αισθητική και το έργο της δεν χώρεσαν στο συρμό, δεν σπαταλήθηκε κι η ίδια στα πολλά πάρε δώσε της κυρίαρχης αντίληψης και του πρωταθλητισμού στην τέχνη της, έμεινε ακριβή σε όσους εκτίμησαν και κατανόησαν την αλήθεια της αγωνίας και του ταλέντου της, αλώβητη από το χρόνο.
Η Αφροδίτη Μάνου είναι από τους πιο στενούς και ακριβούς συγγενείς μου στο ελληνικό τραγούδι. Στο κομμάτι του λόγου και της στάσης στα πράγματα με την Αφροδίτη ο διάλογος δεν έπαψε ποτέ. Αθόρυβος, υπόγειος αλλά παρών πάντα. Με συντρόφεψε στα πρώτα μου βήματα στην ελληνική δισκογραφία, με συμβούλεψε αλλά και μου άνοιξε την πόρτα του ελληνικού τραγουδιού ανοιχτόκαρδα. Με έπεισε πως είναι σημαντικό να ζει κανείς όπως σκέφτεται, διαφορετικά αργά ή γρήγορα θα καταλήξει να σκέφτεται όπως έχει ζήσει, όπως έλεγε κι ο Σεφέρης.
Από το «Που πας καραβάκι», τον τελευταίο δίσκο με τραγούδια σε στίχους, μουσική και ερμηνεία της Αφροδίτης Μάνου έχουν περάσει 20 χρόνια. Στο μεσοδιάστημα προσανατόλισε την δημιουργική της εργασία στο Θέατρο και τον Κινηματογράφο, κυρίως συνεργαζόμενη με τον Μιχάλη Ρέππα και τον Θανάση Παπαθανασίου. Οι δύο δημιουργοί έδωσαν κίνητρο και ενθάρρυνση στην χαρισματική Αφροδίτη, ώστε να ανοιχτεί και σε άλλες θάλασσες και νομίζω πως τα κατάφερε και εκεί περίφημα.
Είκοσι χρόνια απουσίας , μεγαλώνουν ένα παιδί… Ένα παιδί παράπονο, που μπορεί να το αναθρέψει ο θυμός αλλά να το διδάξει η ώριμη και η δημιουργική αφοσίωση στην αλήθεια που το γέννησαν.
Αυτό το παιδί ελπίζω να το έχουμε κοντά μας σύντομα, κι αναφέρομαι στα καινούργια τραγούδια της Αφροδίτης Μάνου, γιατί έχουμε μεγάλη ανάγκη το λόγο, τη φωνή και τη μουσική της παρουσία – ίσως περισσότερο από ποτέ τώρα.
Κι αυτό, γιατί τόσο εγώ όσο και άλλοι πολλοί, χρειαζόμαστε λόγους για να παραμένουμε «υποκειμενικοί», να αγαπάμε δηλαδή με πάθος και να κάνουμε και πάλι αισθητική, συγκινησιακή, ηθική μας αναφορά – δηλαδή έκφραση του αισθήματός μας- την τέχνη του ελληνικού τραγουδιού.