Η αναθεματισμένη ανάθεση
Εκπαιδευτήκαμε να αναθέτουμε εν λευκώ τις ζωές μας στους Άλλους. Από τα μικρά ιδιωτικά αιτήματα έως τις μεγάλες συλλογικές αγωνίες, συνηθίσαμε όλες τις υποθέσεις μας να τις κατατάσσουμε σε εξειδικευμένες αναθέσεις που μεταβιβάζουμε αυτονόητα πια σε τρίτους. Αν χαλάσει η βρύση κοιτάμε με πανικό το σιφόνι και φωνάζουμε υδραυλικό, αν ξεμονταριστεί μια ζωή τρέχουμε αμέσως στον ψυχίατρο, για τα ενδιάμεσα, χιλιάδες μικρές και μεγάλες αναθέσεις μεταφέρουν τα βάρη μιας ζωής στην ευκολία μιας εξουσιοδότησης στον «κατάλληλο».
«Εμπιστευτείτε μας», «Εμείς για εσάς», «Τα καταφέρνουμε και στα πιο δύσκολα» – ε, που να τρέχεις τώρα λες, ας πάρω κάτι απέξω, ο ίλιγγος και η ταχύτητα μιας ζωής δεν επιτρέπει έτσι κι αλλιώς να τα κάνεις όλα μόνος σου. Στο τέλος καταλήγεις… να μην κάνεις τίποτα.
Όλα τα αναλαμβάνουν οι άλλοι: τα ταχυφαγεία τη διατροφή σου, το Μνημόνιο ο Σαμαράς, το Σαμαρά η Τρόικα, την Τρόικα η Goldman Sachs και πάει λέγοντας… Κι έτσι δημιουργείται αυτό το τερατόμορφο «παιδί – πολίτης» καθηλωμένο στην αδράνεια, φοβισμένο, ευνουχισμένο και παράλυτο συναισθηματικά αλλά και διανοητικά, που αν βρεθεί χωρίς ίντερνετ ή δίχως την ατζέντα με τους εντεταλμένους ανά ανάγκη ζορό, τότε μοιραία χάνει και τον μπούσουλα και την δυνατότητα να ανταπεξέλθει και στο πιο απλό.
Περάσαμε από την κολοβή αντιπροσώπευση στην τηλεοπτική – εικονική δημοκρατία και μετά στην παραλυτική ανάθεση χωρίς καν να καταλάβουμε πως διαβήκαμε τα σύνορα αυτών των ζωών, κι αυτή η μετάβαση όσο κι αν ταξικά, πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά έφερε καθαρές υπογραφές και ιδεολογικές ταυτότητες, όσο κι αν συνέφερε τους λίγους σε βάρος των πολλών, άλλο τόσο βόλεψε όλους μας. Δεν εννοώ πως μοιραζόμαστε με τους ιθύνοντες (τους ηθικούς και φυσικούς αυτουργούς του συντελούμενου στη μισή Ευρώπη νεοφιλελεύθερου μακελειού) τις ίδιες ευθύνες, αλλά η αφέλεια στον καπιταλισμό πληρώνεται όπως ακριβώς και η ευπιστία του καταναλωτή στο σούπερ μάρκετ.
Στην πραγματικότητα το καταγέλαστο «μαζί τα φάγαμε», που κανείς δεν πίστεψε ποτέ στην χώρα μας, σήμαινε «καλά δεν ήξερες, δεν ρώταγες;» ή για να είμαστε πιο ακριβείς το τελεσίδικο «ας πρόσεχες». Απλώς οι Έλληνες προτιμάμε να φαινόμαστε συνένοχοι παρά ηλίθιοι. Η συνενοχή περιέχει μια έστω και κατ’ επίφαση συμμετοχή, η αφέλεια τις περισσότερες φορές μόνο τη μακαριότητα του βλάκα. Δημιουργήσαμε μια υπέρβαρη καθημερινότητα φορτωμένη ενοχές και τοξικές προσδοκίες, αναθέσεις και ευχολόγια που ωστόσο φαινομενικά μόνο μας γλύτωσε από ευθύνες, καθήκοντα και σκοτούρες. Όσο κι αν αναθέτεις τη ζωή σου στους άλλους, δεν την ελαφραίνεις από την ευθύνη τελικά να την κουβαλήσεις ο ίδιος, αφού με τον ένα ή τον άλλο τρόπο παραμένει … δική σου. Κι όσο κι αν φωνάζουν οι «ειδικοί», αυτή η θλιβερή κατάληξη των ανίσχυρων πολιτών να διαχειριστούν τη ζωή τους, δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Το αντίθετο μάλιστα, είναι ευρωπαϊκό, και για να κυριολεκτούμε δυτικό. Άλλωστε από εκεί εισήχθη, μέσα στο πακέτο του πληθωρισμού των εισαγωγών της προηγούμενης περιόδου, αυτός ο πολιτισμός της αναθετικής κοινωνίας. Απλώς η διαφορά βρίσκεται στο ότι η Ευρώπη έχει πιο συγκροτημένες και στέρεα (προς το παρόν) δομημένες υπηρεσίες υποδοχής εντολών και ανάθεσης απ’ ότι η χώρα μας, που μπήκε ξαφνικά και απροετοίμαστη σ’ αυτό το χορό του αμετάβλητου και συνεχόμενου παλιμπαιδισμού.
Έλα όμως που για να ζήσεις με αυτό τον τρόπο, για να έχεις ανοιχτή και ετοιμοπόλεμη την ατζέντα σου, πρέπει να διαθέτεις ένα απαραίτητο εφόδιο πέραν των γυαλιών σου: ένα πορτοφόλι γεμάτο κάρτες. Τι γίνεται όμως όταν οι κάρτες ακυρώνονται και δεν υπάρχουν ούτε καν λεφτά στην Τράπεζα; Τι γίνεται όταν οι εξουσιοδοτημένοι και εξασφαλισμένοι εντολοδόχοι αυτονομούνται, όταν παίζουν το δικό τους παιχνίδι και δεν σου επιτρέπουν πια ούτε καν να σκεφτείς να αποσύρεις την ανάθεση; Πώς αλλάζεις λογική και επιστρέφεις στο άβολο μεν αλλά αναγκαίο καθεστώς της ανάληψης ευθύνης για μια ζωή που ξέχασες να διαχειρίζεσαι ανάλογα με τις ανάγκες σου; Και ποιες είναι οι πραγματικές σου ανάγκες τελικά; Πόσο φίλοι υπήρξαν ανέκαθεν όλα αυτά τα παράσιτα που δήθεν εκτελούσαν τις εντολές σου, ενώ στην πραγματικότητα σου αφαιρούσαν συνεχώς ζωτικό πολιτικό χώρο και άρα ανάσες πραγματικής ζωής;
Πώς ενηλικιώνεσαι, αν θεωρήσουμε πως ενηλικίωση σημαίνει αναλαμβάνω την ευθύνη του εαυτού μου και των αναγκών μου; Που σημαίνει μαθαίνω να ελέγχω, να ρωτάω, να ερευνώ, να ευθύνομαι και να δημιουργώ, να οργανώνω τελικά τη δική μου ατζέντα και να συνδιαμορφώνω το δημόσιο βίο από το άλφα έως το ωμέγα του. Δηλαδή συμμετέχω δημιουργικά στην ιστορική διαδικασία, που κάθε άλλο παρά πέθανε. Μετά από τόσα χρόνια ιστορικής εμπειρίας αυτός δεν θα έπρεπε να είναι και ο στόχος της πολιτικού μας προτάγματος;
Όσο κι αν ξεβολεύει τον πολίτη- παιδί η ανάληψη ευθύνης, άλλο τόσο εφιαλτικό είναι για το σύστημα η αφαίρεση της ανάθεσης και η προοπτική του ελέγχου, της αντίδρασης και φυσικά της απόρριψης.
Νομίζω πως κουβαλάμε μέσα μας δύο κόσμους αυτή την περίοδο. Όλοι μας. Και οι μικροί και οι μεγάλοι, ακόμη και τα νεογέννητα. Σαν Ιανοί προχωράμε με δύο πρόσωπα, δύο ρόλους περιέχοντας τόσο την αποχώρηση από μια ζωή όσο και τη μετάβαση σε μια άλλη. Το παιδικό πρόσωπο, που κοιτά το κοντινό παρελθόν και το βιωμένο παρόν, και αυτό του ενήλικα που προσανατολίζει το βλέμμα του προς το μέλλον, που θέλει ή αναγκάζεται από τα πράγματα να ανακαλύψει και πάλι την όρεξη για ζωή, μια ζωή κοντά σε επανεξεργασμένες και ξαναδουλεμένες ανάγκες.
Η κρίση στον πυρήνα της είναι μια κρίση πριν απ’ όλα αξιών, μια βαθύτατα πολιτισμική κρίση και αφορά τη χώρα μας αφού είναι κομμάτι και του Δυτικού κόσμου. Γι’ αυτό και περισσότερο από ποτέ απαιτείται τώρα ένα σύνολο ανατροπών, μια πολιτιστική επανάσταση, που θα μιλήσει και πάλι τη γλώσσα των ανθρώπων και των αναγκών τους χωρίς σεβασμό στο πριν, χωρίς αναθέσεις και εν λευκώ εξουσιοδοτήσεις. Όλα πρέπει να ξαναμπούν στο τραπέζι, από το πιο μικρό έως το πιο μεγάλο, σ’ ένα τραπέζι που να χωρά όμως τον καθένα και όλους μαζί. Πρέπει να μιλήσουμε και πάλι, να αναλάβουμε την ευθύνη των δυσκολιών μας, να ακούσουμε, να διαβάσουμε, να μιλήσουμε. Την τελευταία φορά που «τα είπαμε», ήταν το 68 κι έχει περάσει από τότε σχεδόν μισός αιώνας. Εμείς. Οι πολίτες και όχι οι εξουσιοδοτημένοι λογιστές μας. Η ζωή είναι πραγματικότητα, άρα ανθρώπινες σχέσεις άρα πολιτική. Και η πολιτική διηύθυνε και εξακολουθεί να διευθύνει τα πάντα- και την οικονομία φυσικά. Όποιος ισχυρίζεται το αντίθετο απλώς έχει συγκεκριμένα πολιτικά συμφέροντα, κρυμμένα κάτω από το χαλί.
Πριν τρεις μήνες η ελληνική δημοκρατία γιόρτασε τα 40 της χρόνια. Σαράντα χρόνια ειρηνικής ζωής, γεμάτης όμως παιδικά τραύματα και οπισθοδρομήσεις, ψέματα και βιντεοταινίες. Μήπως ήρθε η ώρα να συζητήσουμε ποια ακριβώς κοινωνία θέλουμε, ποια δημοκρατία έχουμε ανάγκη, χωρίς αυτή τη φορά να αναθέσουμε και πάλι αυτή τη συζήτηση σε «ειδικούς» κατασκευαστές ψευδεπίγραφων διλημμάτων και αναγκαστικών – ψευδοφανών λύσεων; Μήπως στα 40 μας χρόνια ήρθε ο καιρός να αγαπήσουμε και πάλι την αμεσότητα της δημοκρατίας, τους εαυτούς μας δηλαδή και να θυμηθούμε οι πολίτες τη ξεχασμένη μας φωνή;
ΥΓ: Επειδή αργά ή γρήγορα έρχονται εκλογές και μοιάζουμε ήδη έτοιμοι θεατές του έργου «Ψηφίζω αυτόν που λέει πως θα με σώσει», ας έχουμε συνείδηση τουλάχιστον πως μετά την απομάκρυνση από το ταμείο και την αίθουσα, εμείς πάλι θα χρειαστεί να «σώσουμε» την επιλογή που ψηφίσαμε. Τουλάχιστον μέσα μας. Γι αυτό ας ξεκινήσουμε με μικρά βήματα να αναλαμβάνουμε τις ευθύνες μας κι αυτές ας οδηγούν τα βήματά μας.